Οι εκλεκτικές συγγένειες αριστεράς φιλελευθερισμού (ρήξη φ.24)Απόσπασμα από το βιβλίο του Ζαν-Κλωντ Μισεά: “To αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ, Οι εκλεκτικές συγγένειες αριστεράς και φιλελευθερισμούΑριστερά, νεωτερικότητα και σοσιαλισμός
Hαντίληψη σύμφωνα με την οποία η σοσιαλιστική ευαισθησία συνδέεται, στο φιλοσοφικό πεδίο, με τις θεωρίες της Αριστεράς είναι ένας κοινός τόπος, ο οποίος στη Γαλλία ανάγεται κατ’ ουσίαν στην υπόθεση Ντρέυφους. Μέχρι τότε, δηλαδή μέχρι την Παλινόρθωση, η «αριστερή πτέρυγα» –όπως ονομαζόταν τότε– προσδιοριζόταν κυρίως ως το «Κόμμα της Προόδου, της Γνώσης και του Ορθού Λόγου» (αναπαράγω εδώ μια πρόσφατη διατύπωση –κατ’ αυτόν εξυμνητική– του φουκαρά Ζαν Γκλαβανύ [1]). Αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά παρουσιάστηκε πάντα στην ιστορία ως η μοναδική νόμιμη κληρονόμος της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και, ως εκ τούτου, ως η πιο αποφασισμένη πρωτοπορία όλων των δυνατών εκσυγχρονισμών, τεχνολογικής, πολιτικής ή ηθικής φύσεως.
Αλλά η σοσιαλιστική ευαισθησία έχει διαφορετική και πολύ πιο σύνθετη καταγωγή. Σφυρηλατείται πραγματικά στις αρχές του 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τους πολυάριθμους αγώνες που διεξάγουν οι Άγγλοι (και Ιρλανδοί) εργάτες εναντίον του υποβαθμισμένου τρόπου ζωής που τους επιβάλλει ο πρώτος βιομηχανικός εκσυγχρονισμός. Όντως, σε αυτές τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπως γράφει και ο Ένγκελς, το 1845,
«τα ήθη και οι συνθήκες ζωής του παλιού καλού καιρού καταστρέφονται με τον πιο ριζικό τρόπο. τότε φτάσαμε στο σημείο όπου η έκφραση “Old merry England” δεν έχει πλέον κανένα νόημα, γιατί δεν γνωρίζουμε πια αυτή την παλιά Αγγλία ούτε καν από τις αναμνήσεις και τις διηγήσεις των παππούδων μας». [2]
Ο εργατικός σοσιαλισμός, λοιπόν, οικοδομείται, ήδη από τις απαρχές του, σε μια σχέση εξόχως κριτική απέναντι στη νεωτερικότητα, και πρωτίστως απέναντι στον καταστροφικό ατομικισμό της (αρχικώς, ο όρος «σοσιαλισμός» διατυπώθηκε από τον Πιερ Λερού [3] για να υποδηλώσει το αντίθετο του απόλυτου ατομικισμού), καθώς και απέναντι σε αυτήν την ιδιότυπη βιομηχανική κατήχηση, που είναι σύνηθες επακόλουθό της. Γι’ αυτό και οι πρώτες φιλοσοφικές θεωρητικοποιήσεις της εργατικής αμφισβήτησης της νεωτερικότητας, που προτάθηκαν από τον Ένγκελς, θεμελιώνονται κατ’ αρχάς, και πολύ λογικά, στη ριζική κριτική του ατομικισμού των Φώτων.
«Αν η απομόνωση του ατόμου, αυτός ο στενοκέφαλος εγωισμός, αποτελεί παντού το θεμελιακό στοιχείο της σημερινής κοινωνίας, πουθενά αλλού δεν εκδηλώνεται με τέτοια αναισχυντία, με τόσο απόλυτη σιγουριά, όσο στην οχλαγωγία των μεγάλων πόλεων. Η αποσύνθεση της ανθρωπότητας σε μονάδες, καθεμιά από τις οποίες έχει έναν ιδιαίτερο κανόνα ζωής και έναν ιδιαίτερο στόχο, αυτή η εξατομίκευση του κόσμου, εδώ, ωθείται στα άκρα».[4]
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σοσιαλιστικό πρόταγμα, από τη γέννησή του, εκφράζει έντονα την επιθυμία που έχουν οι πρώτοι σύγχρονοι εργάτες να προστατεύσουν, απέναντι στις απανθρωποποιητικές συνέπειες του βιομηχανικού φιλελευθερισμού, κάποιες μορφές κοινοτιστικής ύπαρξης (τόσο αστικές όσο και αγροτικές), αντιλαμβανόμενοι ενστικτωδώς –και όχι χάρη σε μια επιστήμη που «εισάγεται από τα έξω» από πρόθυμους κηδεμόνες– ότι αυτές αποτελούσαν τον αξεπέραστο πολιτισμικό ορίζοντα κάθε ανθρώπινης ζωής άξιας του ονόματός της.
…η Αριστερά παρουσιάστηκε πάντα στην ιστορία ως η μοναδική νόμιμη κληρονόμος της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και, ως εκ τούτου, ως η πιο αποφασισμένη πρωτοπορία όλων των δυνατών εκσυγχρονισμών, τεχνολογικής, πολιτικής ή ηθικής φύσεως…
Φυσικά, αυτή η πρωταρχική φροντίδα να διατηρηθεί «ένας κοινός κόσμος» (σύμφωνα με την έκφραση της Χάνα Άρεντ) δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ταυτιστεί με οποιαδήποτε νοσταλγία για τις κοινωνικές ιεραρχίες του Παλαιού Καθεστώτος.
Ο εργατικός σοσιαλισμός –επειδή είναι, πάνω απ’ όλα, μια λαϊκή δημιουργία– θεώρησε φυσικό να κάνει δική του τη νεωτερική ιδέα για μια οικουμενική ισότητα, φροντίζοντας πάντα, βέβαια, να της δίνει όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Επειδή, όμως, ο σοσιαλισμός, ως η κοινότητα που επιδιώκουν οι επιτέλους ελεύθεροι και ίσοι εργάτες, οφείλει επίσης, και πρωτίστως, να διατηρείται ως μια αληθινή κοινότητα (δηλαδή, ως ένα ιστορικό σύνολο με αυτόνομη ζωή, την οποία κανένα κράτος, έστω και «ορθολογικό», δεν νομιμοποιείται να οργανώνει έξωθεν ή άνωθεν), το γεγονός αυτό προστάτευε γενικά τις πρώτες, αρκετά ετερόκλητες άλλωστε, εργατικές αμφισβητήσεις, από τις περισσότερες πολιτικές αυταπάτες που προσιδιάζουν στον εκσυγχρονισμό.
Ένας Άγγλος θεωρητικός της εποχής –ο Έβανς– έχει δώσει, από αυτή την άποψη, τον καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, δυνατό ορισμό αυτών των εργατικών και λαϊκών σοσιαλισμών, γράφοντας ότι οι δύο μόνιμοι εχθροί τους είναι, αφ’ ενός, «ο ατομικισμός της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, ο οποίος, στο όνομα της ελευθερίας, μεταβάλλει τους ανθρώπους σε αρπακτικούς λύκους μεταξύ τους και περιορίζει την κοινωνία σε άτομα», και, αφ’ ετέρου, «ο σαινσιμονικός σοσιαλισμός, αυτή η νέα παποσύνη, που συντρίβει και απορροφά, και η οποία μπορεί να μετατρέψει την κοινωνία σε μια μηχανή όπου οι πραγματικά ανθρώπινες φύσεις, τα άτομα, δεν θ’ αποτελούν παρά μια χρήσιμη πρώτη ύλη αντί να είναι τα ίδια κύριοι της μοίρας τους».
Η αριστερά ως ιδεολογική εμπροσθοφυλακή του φιλελευθερισμού
Aυτό, λοιπόν, που, στις μέρες μας και στη Γαλλία, αποκαλούμε «Αριστερά», στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα ενός ιδιαίτερα ασταθούς ιστορικού συμβιβασμού, που επήλθε, την εποχή της υπόθεσης Ντρέυφους, ανάμεσα στον εργατικό σοσιαλισμό –που, άλλωστε, στη Γαλλία, ήταν περισσότερο προυντονικός παρά μαρξιστικός– και το στρατόπεδο των ρεπουμπλικανών, δηλαδή των κληρονόμων της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού (κατά συνέπεια, και όλων των φιλοσοφικών αμφισημιών της), για τους οποίους ο μοναδικός εχθρός, σε κάθε περίπτωση, ήταν εξ ορισμού το «Παλαιό Καθεστώς»: με αυτό εννοούμε οτιδήποτε αντιπάλευε, με τη μία ή την άλλη μορφή, τις συνέπειες της επιστημονικής, βιομηχανικής και «ηθικής» προόδου, οι οποίες θεωρούνταν ασυζητητί απελευθερωτικές.
…τμήμα της σύγχρονης Αριστεράς μεταβλήθηκε, σε έναν απλό πολιτικό μηχανισμό, προορισμένο να νομιμοποιεί πολιτισμικά, στο όνομα της «προόδου» και του «εκσυγχρονισμού», κάθε φυγή προς τα μπρος του φιλελεύθερου πολιτισμού. …
Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, τις περιπέτειες της σύγχρονης Αριστεράς, αρκεί να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η εξέλιξη αυτού του ασταθούς ιδεολογικού μορφώματος, από τη στιγμή και μετά που οι βασικές δυνάμεις του Παλαιού Καθεστώτος θα εξέλειπαν ιστορικά (όπως και έγινε μετά την Απελευθέρωση) και όταν, με πρόσχημα τους σιδερένιους νόμους της οικονομίας, το μόρφωμα αυτό θα είχε πια οριστικά απαρνηθεί, στα επίσημα προγράμματά του, «την ουτοπία» μιας ριζικής κριτικής του σύγχρονου καπιταλισμού (όπως επίσης συμβαίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 80). Η απάντηση φαίνεται απλή.
Η εξέλιξη δεν μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που πράγματι συνέβη: να μεταβληθεί, δηλαδή, σε έναν απλό πολιτικό μηχανισμό, προορισμένο να νομιμοποιεί πολιτισμικά, στο όνομα της «Προόδου» και του «εκσυγχρονισμού», κάθε φυγή προς τα μπρος του φιλελεύθερου πολιτισμού. Και είναι φανερό ότι, σε αυτόν τον ρόλο, η Αριστερά διαθέτει απείρως πιο αποτελεσματικά διανοητικά εφόδια από όλα τα δεξιά σχήματα του πλανήτη. Διότι, εάν το ζητούμενο είναι απλώς, όπως και είναι σήμερα πια, η θεμελίωση της ψυχολογικής και φαντασιακής υποδομής ενός απόλυτα «ελεύθερου» και εκσυγχρονισμένου κόσμου (ο οποίος, δηλαδή, αποτελείται από αενάως κινούμενα άτομα, με μοναδικό μεταφυσικό πρόγραμμα «να ζουν χωρίς νεκρούς χρόνους και να απολαμβάνουν χωρίς αναστολές»), τότε οι κληρονόμοι του Σαντ και του στιρνερικού εγωισμού θα είναι πάντα πιο ανταγωνιστικοί και πιο αποτελεσματικοί από τους κάθε είδους «συντηρητικούς».
Δεν έχουμε, επομένως, κανένα λόγο να εκπλησσόμαστε (τώρα που κάθε ιδέα ρήξης με την καταστροφική λογική του καπιταλισμού παρουσιάζεται παντού ως «ουτοπική», «ολοκληρωτική», ακόμα και «λαϊκιστική» – ύψιστο έγκλημα της σκέψης) εάν αυτή η σύγχρονη, ή «φιλελεύθερη-ελευθεριακή», Αριστερά, που, τώρα πια, κατέχει τον αποκλειστικό έλεγχο στη βιομηχανία της αποενοχοποιημένης συνείδησης (και δεσπόζει, ως εκ τούτου, σε όλους τους τομείς του Θεάματος και της «νεολαιίστικης κουλτούρας», που αποτελεί την ενοποιητική της αρχή), αποτελεί, από δω και στο εξής, την πιο αποτελεσματική και την πιο κατάλληλη ιδεολογική μορφή για να προετοιμάζει, να συνοδεύει και να εκθειάζει τις τρομακτικές εξελίξεις που αναμένεται να προκύψουν από την Οικονομία, όταν αυτή αναπτύσσεται για τον εαυτό της.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ζαν-Κλωντ Μισεά: “To αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ, Οι εκλεκτικές συγγένειες αριστεράς και φιλελευθερισμού”που θα κυκλοφορήσει από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις το Δεκέμβρη του 2007 σε μετάφραση της Χριστίνας Σταματοπούλου.
Σημειώσεις[1]. Βουλευτής του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (σ.τ.μ.).[2]. Ένγκελς, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (Éditions sociales, 1975), σ. 58 ελλην. έκδ. Μπάυρον, (σ.τ.μ.)].[3]. Pierre Leroux (1797-1881): Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής, οπαδός του κοινοτισμού (σ.τ.μ.).[4]. Ένγκελς, ό.π., σ. 60.