Friday, September 30, 2011

L.Althusser: Για τον εξισωτισμό


Πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρακτική γενικά δεν υπάρχει. Υπάρχουν ξεχωριστές πρακτικές που δεν έχουν μανιχαιστική σχέση με μια θεωρία , απόλυτα αντίθετα και ξένη. Γιατί δεν υπάρχει από τη μια μεριά η θεωρία , η δήθεν καθαρή διανοητική θέαση χωρίς σώμα και υλικότητα και από την άλλη μια ολωσδιόλου υλική πρακτική που σηκώνει τα μανίκια και δρα. Η διχοτόμηση αυτή είναι ένας απλός ιδεολογικός μύθος, όπου η «θεωρία της γνώσης» αντανακλά «συμφέροντα», διαφορετικά από εκείνα του ορθού λόγου: αντανακλά τα συμφέροντα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας , για την ακρίβεια του καταμερισμού ανάμεσα στην εξουσία (πολιτική ,θρησκευτική ,ιδεολογική) και στην καταπίεση ( τους εκτελεστές που είναι και εκτελεσμένοι).Ακόμα και αν η διχοτομία αυτή τίθεται στην υπηρεσία μιας επαναστατικής οπτικής που εξυμνεί τους εργαζόμενους, τον μόχθο τους, τους κόπους, τους αγώνες και την πείρα τους, διακηρύσσοντας το πάγιο προβάδισμα της πρακτικής , ακόμα και τότε εξακολουθεί να είναι ιδεολογική.

Όπως ακριβώς ο εξισωτικός κομμουνισμός είναι μια ιδεολογική αντίληψη για το σκοπό του εργατικού κινήματος. Στην κυριολεξία , η εξισωτική αντίληψη της πρακτικής- και το λέω με τον βαθύ σεβασμό που οφείλει κάθε μαρξιστής στην πείρα και τις θυσίες των ανθρώπων που η εργασία τους και τα βάσανα τους και οι αγώνες τρέφουν και στηρίζουν το παρόν και το μέλλον μας, τους λόγους που έχουμε να ζούμε και να ελπίζουμε- αυτή η εξισωτική αντίληψη για την πρακτική είναι για τον διαλεκτικό υλισμό ότι είναι ο εξισωτικός κομμουνισμός για τον επιστημονικό. Πρόκειται για αντίληψη που απαιτεί κριτική και υπέρβαση, προκειμένου να θεμελιώσει στο κατάλληλο πεδίο την επιστημονική αντίληψη της πρακτικής.

L.Althusser Πώς να διαβάσουμε το Κεφάλαιο σ.80 (Ελληνικά Γράμματα 2003)

Monday, September 26, 2011

Ο ιός του "νεοφιλελευθερισμού" μολύνει και τους "ειδικούς"

Ένα από τα αγαπημένα θέματα του ιστολογίου είναι η κριτική στην καταχρηστική πληθωρική χρήση του όρου «νεοφιλελευθερισμός». Ο λόγος δεν είναι η ευρυχωρία του όρου, αλλά η άρρητη αποδοχή μιας ρήξης , μιας ασυνέχειας μέσω ενός δίπολου φιλελευθερισμός – νεοφιλελευθερισμός. Ωστόσο για μένα οι σχέσεις αριστεράς φιλελευθερισμού δεν έχουν «τακτοποιηθεί» ιστορικά ,ιδεολογικά, φιλοσοφικά. Αυτό είναι το βασικό ανοικτό ερώτημα της εποχής , το οποίο άλλοτε αναδιατυπώνεται ως ζήτημα «δημοσίου – ιδιωτικού» . Ο όρος λοιπόν νεοφιλελευθερισμός εκφράζει περισσότερο μια αμηχανία, αυτής της ζητούμενης συνάντησης αριστεράς φιλελευθερισμού.


Σκεφτόμενος πρακτικά δεν κατανοώ γιατί αντί του επικίνδυνου (όπως θα αποδείξω) «νεοφιλελευθερισμού» δεν χρησιμοποιούνται πιο ευκρινείς όροι πχ «σύγχρονος καπιταλισμός», «χρηματιστηριακός καπιταλισμός της εποχής».

Για να αποδείξω τις εγγενείς αδυναμίες του όρου θα χρησιμοποιήσω το τελευταίο βιβλίο των Γ.Μηλιού Δ.Σωτηρόπουλου «Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές αγορές, Κρίση». (ΙΧΑΚ)

Προκαταβολικά καταθέτω ότι σέβομαι μια προσπάθεια διαρκείας , αισίως, τριάντα χρόνων του ΓΜ και των «Θέσεων» που αποτελούν ίσως το θεμέλιο των μαρξιστικών μελετών στην σύγχρονη Ελλάδα. Δεν είναι η επιμονή της προσπάθειας αλλά και η θεμελίωση του εγχειρήματος ως σχισματικού η οποία ακριβώς αναδεικνύει την αξία των μαρξιστικών μελετών ως σύγχρονου εργαλείου ανάλυσης και κατανόησης της σύνθετης πραγματικότητας. Τούτων δοθέντων η κριτική που ακολουθεί έχει την εξής έννοια.

Ακόμη και στο πιο έγκυρο χώρο μελετών , όπου η ακρίβεια των όρων και των συλλογισμών αποτελούν το συστατικό του εγχειρήματος, ο αδόκιμος όρος «νεοφιλελευθερισμός» λειτουργεί ως ιός ασάφειας, νοηματικής διάχυσης. Τελικά η χρήση του όρου υποσκάπτει το ίδιο το εγχείρημα του ΙΧΑΚ.

Με ποιο κριτήριο κρίνουμε τον όρο

Για τον ορισμό του κριτηρίου θα χρησιμοποιήσω αυτούσιο ένα απόσπασμα από το ΙΧΑΚ, μόνο αντί του όρου «ιμπεριαλισμός» θα χρησιμοποιήσω τον όρο «νεοφιλελευθερισμός». Αυτό γίνεται γιατί έτσι μπορούμε να ορίσουμε ένα σχετικά ουδέτερο κριτήριο, απαλλαγμένο από συγκυριακές αβεβαιότητες. Ας δούμε το απόσπασμα της σ .12

Ο ιμπεριαλισμός (νεοφιλελευθερισμός) αποτελεί έναν από τους πιο πολυσυζητημένους όρους του μαρξιστικού λεξιλογίου, που γνώρισε ευρεία διάδοση , έχοντας εισέλθει μάλιστα στο καθημερινό πολιτικό λεξιλόγιο πέρα από το χώρο της αριστεράς. Αυτή η «διεισδυτικότητα» του όρου στον δημόσιο λόγο στην πολιτική –αντιπολιτική χρήση που έγινε επί δεκαετίες , και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να του γίνεται, από αριστερές ή ριζοσπαστικές οργανώσεις και πρώτα από όλα από τα κομμουνιστικά κόμματα. Κάτι παρόμοιο ισχύει αναφορικά με τις «κερδοσκοπικές χρηματοπιστωτικές αγορές» ,αλλά και με την κρίση του «καπιταλισμού». Αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω όροι δεν αποτελούν απλώς θεωρητικές κατηγορίες (με αποκλίνοντα ανά περίπτωση εννοιολογικά περιεχόμενα, όπως θα διευκρινίσουμε ), αλλά ανήκουν σε ότι ως «μαρξισμό ως ιδεολογία μαζών» (τον μαζικό μαρξισμό) , ως πρακτική ιδεολογία του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Από αυτό το σημείο , οι εν λόγω όροι διείσδυσαν στους «ιδεολογικούς κοινούς τόπους» περί της διεθνούς πολιτικής και οικονομίας. Το τίμημα αυτής της «επιτυχίας» είναι μια ασαφής επιφανειακή και συχνά αντιφατική χρήση των όρων , με σκοπούς κυρίως καταγγελίας του «κακού ιμπεριαλισμού (νεοφιλελευθερισμού)» , των «κακών» χρηματοπιστωτικών αγορών και της κρίσης (των δεινών) που δημιουργούν «στους λαούς».

Είναι λοιπόν σαφές από το απόσπασμα πόσο επικίνδυνοι είναι κάποιοι όροι που ακατέργαστοι, μεταπηδούν από την θεωρία των αυστηρών κανόνων, στο τρέχον λεξιλόγιο της πολιτικής , και πόσο είναι δυνατόν να προκαλέσουν σύγχυση μέσω της δύναμης του αυτονόητου , του «ιδεολογικού κοινού τόπου» όπως αναγράφεται στο κείμενο.

Πρέπει λοιπόν να κρίνουμε τον όρο νεοφιλελευθερισμό , αναλύοντας τους τρόπους και τα νοήματα που αρθρώνει στο υπόλοιπο σώμα του κειμένου.

Ένας ακριβής ορισμός

Στην σελίδα 20 του ΙΧΑΚ δίδεται ένας σαφής  και κατά την γνώμη μου ακριβής ορισμός

Νεοφιλελευθερισμός είναι ο σύγχρονος τρόπος λειτουργίας των αγορών και οι οικονομικές θεσμικές και στρατιωτικές πολιτικές του κράτους.

Είμαστε απόλυτα σύμφωνοι, και για αυτό ο νεοφιλελευθερισμός , σύμφωνα με τον ορισμό αυτό , μπορεί να αποτυπωθεί ισοδύναμα χωρίς να χάσει τίποτα ως σημασία με τον ισοδύναμο «σύγχρονος καπιταλισμός»

Αφού όμως ο ορισμός είναι σαφής, στην συνέχεια στο κείμενο παρατηρούνται ενδιαφέρουσες παραδρομές και ασάφειες.

Παραδρομές και παλινδρομήσεις του όρου:

Στην σελίδα 295 αναφέρεται πως η «αόρατος χειρ» είναι «νεοφιλελεύθερη αρχή»

‘Άλλωστε , εκείνο που έχει αμφισβητηθεί είναι ή ίδια η θεμελιώδης νεοφιλελεύθερη αρχή του αόρατου χεριού.

Πρόκειται προφανές για πραγματολογικό ολίσθημα , το οποίο μάλλον αναδεικνύει την αρχική μας εκτίμηση. Το άλυτο ζήτημα μαρξισμού αγοράς, παρακάμπτεται μέσω μιας χρονολογικής μετατόπισης της θεμελιακής έννοιας του Α Σμιθ κατά 250 χρόνια. Η διατύπωση αφήνει τέτοια ευρυχωρία και ασάφεια ώστε θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι σε κάποια φάση του καπιταλισμού η «αόρατος χειρ» δεν ήταν θεμελιώδης αρχή. Με μια έννοια όποιος θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ της «αοράτης χειρός» δεν θα ήταν φιλελεύθερος αρά «νεοφιλελεύθερος».

Στην σελίδα 313 αναφέρεται

Τέλος , αξίζει να σημειώσουμε ότι η «σοφία των αγορών», σημαντικό στοιχείο συγκρότησης του πυρήνα του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος , επιτάσσει την αγοραία αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων (market to market value)

Εδώ και πάλι παρατηρείται ένας αδικαιολόγητος αναδιπλασιασμός του όρου «σοφία των αγορών», ως εάν να υπάρχουν φάσεις του καπιταλισμού χωρίς τις αγορές

Στην σελίδα 289 αναφέρεται

Μια βασική πλευρά σχεδόν όλων των σύγχρονων προσεγγίσεων για τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό είναι η μονότονη ιδέα ότι η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας συμβάλλει σε μια εκδοχή καπιταλισμού που εγγενώς τείνει προς την κρίση και την κατάρρευση.


Εδώ ο νεοφιλελευθερισμός παρατίθεται στον παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό τομέα ως δύο παράλληλα φαινόμενα ,ως εάν ο νεοφιλελευθερισμός δεν τον εμπεριέχει.

Στην σελίδα 308 οι καθηγητές Lutz και Morgesten ορίζονται ως φιλελεύθεροι «αυστριακοί». Με ένα άρρητο τρόπο και σε συνδυασμό με την ελάχιστη χρήση του επιθέτου «φιλελεύθερος» μπορούμε κάλλιστα να τους δούμε ως φιλελεύθερους σε αντιδιαστολή με κάποιους «νεοφιλελεύθερους»

Βασικό μοτίβο όλων αυτών των διατυπώσεων, είναι ότι δημιουργείται μια κατανόηση ενός «νεοφιλελευθερισμού» ως «κάτι άλλο» , ως ένας καπιταλισμός πέραν του φιλελεύθερου, του οποίου είναι μια δυσπλασία. Το οξύμωρο είναι ότι το ΙΧΑΚ αλλά και το έργο των Θέσεων είναι αντίθετο σε ιστορικιστικές κατηγοριοποιήσεις του καπιταλισμού. Με βάση το συνολικό έργο του ΓΜ , θα αναμέναμε να είναι ο πρώτος που θα υιοθετούσε μια πολύ περιορισμένη και αυστηρά κριτική χρήση του «νεοφιλελευθερισμού». Η κριτική μας είναι πως η παραφθαρμένη χρήση του «νεοφιλελευθερισμού» είναι θεμελιακά αντίθετη με την ίδια την ουσία του εγχειρήματος του ΙΧΑΚ.

Για να υπογραμμίσουμε ακόμη περισσότερο την σύγχυση που προκαλεί ο όρος , παραθέτω δύο ακόμη αποσπάσματα. Στο πρώτο ο Ν.Δήμου βολεύεται αφάνταστα με τον όρο , γιατί μέσω αυτού μπορεί να απολυμάνει τον κλασσικό φιλελευθερισμό από τους «νεοφιλελεύθερους» των οποίων την πρωτοκαθεδρία έχει η Κίνα. Στο δεύτερο οι «Θέσεις» (!!) παραθέτουν τον καπιταλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό , ισοδύναμα ως διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ή ίσως τρόπους παραγωγής.

Ο νέο-φιλελευθερισμός (λέξη βρισιά στα νεοελληνικά) είναι μία υπερβολή του οικονομικού φιλελευθερισμού - και, σαν κάθε υπερβολή, λανθασμένος. Οι αγορές δεν αυτό-ρυθμίζονται. Αντίθετα, ο κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός εμπεριέχει μέριμνα για τον άνθρωπο. Ο Φιλελευθερισμός ΔΕΝ ταυτίζεται με τον Καπιταλισμό (Κίνα) και ουδέποτε εφαρμόστηκε στην Ελλάδα Ν.Δήμου Lifo

Η εσωτερική  ιδιωτικοποίηση «από τα κάτω» είναι  σύμπτωμα της  ηγεμονίας του καπιταλισμού (και του νεοφιλελευθερισμού) και αποτελεί  πολύ μεγαλύτερο εμπόδιο για την εγκαθίδρυση της οικονομίας των  αναγκών από τις τυπικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής.Θέσεις Editorial 116

Συμπέρασμα

Όσο περισσότερο περιοριστεί ο όρος , τόσο καλύτερα θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε, και τόσο γρηγορότερα η αριστερά θα διαπραγματευτεί το ζήτημα «δημόσιο- ιδιωτικό» που στην δική μου ανάγνωση είναι η βαθύτερη διερεύνηση των σχέσεων Αριστεράς Φιλελευθερισμού. Τέλος πέραν των δικών μας αμφισβητήσεων το ΙΧΑΚ παραμένει μια σοβαρή συνοπτική περιγραφή όλων των θεωρητικών ζητημάτων της συγκυρίας και συνίσταται. Καλή ανάγνωση….

Monday, September 19, 2011

O Μάκης και η McKinsey

Η έκθεση McKinsey για το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και σχετικά αντιφατική υποδοχή.


Η Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, βρήκε μεθοδολογικά σφάλματα αλλά και κραυγαλέες αλλοιώσεις στοιχείων , στα όρια της επιστημονικής απάτης. Όμως το μοναδικό επίδικο το οποίο βρήκε ήταν η συσχέτιση μεγέθους και παραγωγικότητας. Η Συνομοσπονδία  ισχυρίζεται ότι το μικρό μέγεθος δεν είναι αναπόδραστα συνδεδεμένο με την χαμηλή παραγωγικότητα.Ο Ριζοσπάστης δεν βρήκε παρά ένα απλό έγγραφο καπιταλιστικής απολογίας. Η Αυγή παρουσίασε μια πιο ισορροπημένη κριτική του Ν.Γεωργάκη με κύριες τις  αρνητικές όψεις αλλά και διατυπώσεις που επεφύλασσαν μια   νουνεχή δεύτερη ανάγνωση στο μέλλον.

Θα ήθελα προκαταβολικά να σημειώσω πως έχω μεγάλη δυσπιστία σε οικονομικές μελέτες καθώς το παιχνίδι με τις στατιστικές πλέον έγινε κάτι σαν το φλιτζάνι του καφέ. Ο καθείς οικονομολόγος ανάλογα με τις τεχνικές παραδοχές του και τα μοντέλα μπορεί να αποδείξει ότι θέλει. Ρητά ,λοιπόν ,αναγνωρίζω ότι διάβασα την έκθεση με την ακόλουθη μεθοδολογική , «ιδεολογική» προκατάληψη :

Σε κάθε οικονομία το κύριο είναι ποιος προσπορίζεται τα πλεονάσματα που παράγει. Το ταξικό ζήτημα είναι το πρώτο και θεμελιώδες. Ωστόσο όμως η εμπειρία δείχνει πως ο τρόπος που τα πλεονάσματα αυτά μεταβιβάζονται έχει σχέση με την ανάπτυξη και τη δομή της οικονομίας. Οι λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες και οι πιο εσωστρεφείς έχουν τις μεγαλύτερες ταξικές διαφορές. Οι ανεπτυγμένες εξωστρεφείς οικονομίες προσφέρουν μεγαλύτερες ευκαιρίες αναδιανομής και πολιτικής ανατροπής. Διαβάζω με ενδιαφέρον «ολικές κριτικές» του συστήματος όπου τελικά όλα είναι καπιταλισμός, ο τρόπος παραγωγής (τα μηχανήματα, η κατανομή της εργασίας κλπ ) , όπου ο «νόμος αξίας» μεταφέρει την υπεραξία από τους εργαζόμενους υψηλής παραγωγικότητας στους καπιταλιστές σε όλο το σύστημα κλπ κλπ .Οι κριτικές αυτές έχουν πολύ ενδιαφέρον ως ασκήσεις «ακαδημαϊκού μαρξισμού» αλλά δεν μετουσιώνονται σε πολιτικά προτάγματα παρά μόνο από τον χώρο του ελευθεριακού αναρχισμού. Με βάση την οπτική αυτή είδα την έκθεση αυτή ως εξής :
Δεν περίμενα να πυροδοτήσει κανένα πολιτικό κίνημα του τύπου «σοσιαλιστές βιομήχανοι υπέρ της αναδιανομής» , αλλά περίμενα να δω αν η εξωστρέφεια και η δομή της οικονομίας που προκρίνει είναι αυτή που επιτρέπει στις δυνάμεις της εργασίας να ενισχυθούν σχετικά. Ακόμη έχει ενδιαφέρον αν οι θεμελιώδεις παραδοχές της έκθεσης έχουν κάτι από ένα χύδην λαϊκιστικό πρωτόγονο λόγο που διακινούν τηλεαστέρες Ηρακλειδείς (Κώνστας, Καψής κλπ) του σε βραδινά δελτία κατά του «δημοσίου»

Με βάση αυτήν την οπτική παρατήρησα τα εξής

1.-Η παραδοχή της γενικευμένης φοροδιαφυγής και παραοικονομίας .Αυτή η δημόσια παραδοχή δημιουργεί ένα άλλο τεχνικό και πολιτικό επίδικο. Η χρεοκοπία είναι αποτελέσματα φοροδιαφυγής, απλής σύλληψης των φόρων οι οποίοι ήδη είχαν επιβληθεί .Γράφεται στην σελίδα 7:

Ένα περίπλοκο διοικητικό και φορολογικό σύστημα δημιουργεί νομικά , γραφειοκρατικά και διαδικαστικά αντικίνητρα στην προσπάθεια ίδρυσης ή και επέκτασης των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα αδυνατεί να εισπράξει ετήσια φοροδιαφυγή της τάξης των €15-20 δισ. ποσό που θα επαρκούσε για να καλύψει το δημοσιονομικό έλλειμμα.


2.-Η απόρριψη του στερεότυπου της υπανάπτυκτης οικονομίας. Οι διάφοροι κλάδοι εντός οικονομίας δεν παρουσιάζουν κανενός τύπου εξωτική κατανομή μεταξύ τους , αλλά υπάρχει θέμα παραγωγικότητας κάθε κλάδου χωριστά. Γράφεται στην σελίδα 17

Το έλλειμμα παραγωγικότητας οφείλεται στη χαμηλή παραγωγικότητα των ιδίων των κλάδων, όχι στη σύνθεση της οικονομίας

3.- Οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα είναι στο στατιστικό μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Δεν είναι οι μεγαλύτερες , δεν είναι οι μικρότερες αλλά η παραγωγικότητα του δημοσίου είναι η χαμηλότερη από όλες τις χώρες. Το επίδικο λοιπόν δεν είναι οι δαπάνες όπως ιδιοτελώς γκρινιάζουν οι δεξιοί φιλελεύθεροι, το επίδικο είναι η αποδοτικότητα τους. Αυτό είναι ένα σχετικά περίπλοκο και τεχνικά δαιδαλώδες επίδικο , για το οποίο δεν αρμόζουν ούτε οι κραυγές κατά των «τεμπέληδων» ούτε οι ναρκισσισμοί και οι κολακείες του χυδαίου «αντινεοφιλελευθερισμού». Το σχετικό διάγραμμα (σχήμα 11, σελίδα20) είναι αποκαλυπτικό.

4.-Προκρίνονται κλάδοι με σχετικά μικρότερο συστημικό-λειτουργικό κρατισμό. Με θετική ματιά είδα να απουσιάζουν από τους προκρινόμενους κλάδους οι οργανικά κρατιστές των δημοσίων έργων, των «πακέτων» (Δημόσια Έργα, Τράπεζες). Αντίθετα προκρίνονται κλάδοι με εξωστρέφεια που αντικειμενικά έχουν λιγότερες πολιτικές εμπλοκές. Υπάρχουν και μερικές ιδέες που προσπαθούν να δώσουν επαρκείς λύσεις σε μερικά ειδικά διαρθρωτικά προβλήματα. πχ οι υπεράριθμοι γιατροί να απορροφηθούν από μια οικονομία του Ιατρικού Τουρισμού, οι μονίμως σε υποαπασχόληση απόφοιτοι των κλασικών σπουδών να απορροφηθούν σε Διεθνή Κέντρα Κλασικών σπουδών.


5.-Προκρίνεται ένα φορολογικό σύστημα με βάση τους άμεσους και όχι τους έμμεσους φόρους. Σελίδα 12:

Ταυτόχρονα, όμως, τα δημόσια έσοδα μειώθηκαν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς μεγάλο μέρος των εσόδων προερχόταν από έμμεσους φόρους (π.χ., ΦΠΑ), όπου η φοροδιαφυγή είναι πιο διαδεδομένη και ο έλεγχος πιο δύσκολος .


6.-Αιτήματα προς το κράτος .Η έκθεση διατυπώνει μια σειρά αιτημάτων προς το κράτος , για τα οποία απαιτούνται δημόσιες δαπάνες. Πχ Μηχανισμός πιστοποίησης ελληνικών προϊόντων, εκθεσιακά κέντρα, ΣΔΙΤ για τα τρόφιμα , βοήθειες για Road Shows κλπ. Η λίστα των αιτημάτων είναι τέτοια που δημιουργεί έδαφος για διαπραγμάτευση. Αν ο ΣΕΒ έχει αιτήματα που απαιτούν δημόσιες δαπάνες αυτά μπορούν να συζητηθούν έναντι ασφαλειών προς την εργασία.

7.-Η έκθεση κάνει ένα «λογοτεχνικό» τρικ σχετικά με την ελαστικότητα των εργασιακών σχέσεων, την κινητικότητα της εργασίας κλπ. Εκκινεί από το δεδομένο ότι σε πιο ανεπτυγμένες και ασφαλείς , για τους εργαζόμενους κοινωνίες, υπάρχουν ελαστικές εργασιακές σχέσεις , αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι αυτές είναι προϋπόθεση ανάπτυξης. Το δεδομένο είναι ότι στις χώρες που αναφέρεται η ελαστικότητα είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης και όχι προϋπόθεση . Η ανάπτυξη δημιουργεί κοινωνικά θεμέλια που αντισταθμίζουν ελαστικότητα στις σχέσεις. Η ελαστικότητα πρέπει να είναι διαπραγματεύσιμη έναντι αντίστοιχων ανταλλαγμάτων ασφάλειας και όχι προϋπόθεση.

8.-Υπάρχουν αμφιλεγόμενες και ενδιαφέρουσες συστάσεις για την διασύνδεση επιχειρήσεων πανεπιστημίων. Το θέμα βέβαια έχει κυριολεκτικά τραγελαφικές διαστάσεις. Τυπικά αριστερές φωνές μιλάνε για επέλαση της αγοράς στα πανεπιστήμια , την στιγμή που τα μισά μέλη του ΣΕΒ  νομίζουν πως το R&D είναι μάρκα αποσμητικού και τα άλλα μισά ότι  το «Πανεπιστήμιο» όνομα Μπυραρίας στην Μύκονο. Η διαπιστωμένη επάρκεια ορισμένων τμημάτων στην εφαρμοσμένη έρευνα κινητοποιείται από μια ειδική ακαδημαϊκή προσοδοθηρία των «πακέτων» της ΕΕ , αλλά δεν έχει καμία σχέση με την Ελληνική Μεταποίηση. Η αναγγελία από τον ΣΕΒ για πανεπιστημιακή εμπλοκή, πρέπει να ειδωθεί στην θετική της διάσταση μιας τεχνολογικής αναβάθμισης και όχι στην αρνητική της διάσταση μιας ακαδημαϊκής έκπτωσης και διαφθοράς. Η ακαδημαϊκή έκπτωση και διαφθορά προϋπάρχει και είναι ανεξάρτητη από τον καχεκτικό, ισχνό ελληνικό καπιταλισμό της καινοτομίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ,αντίθετα, πως ο ραντιέρικος προσοδηθηρικός καπιταλισμός βολεύεται από ένα εσώκλειστο ακαδημαϊσμό εκτός οικονομίας ανεξαρτήτως περιεχομένου.

Συνοπτικά βρήκα την έκθεση αυτή ως την πρόταση του βιομηχανικού κεφαλαίου προς την κοινωνία και άρα ως πρόταση προς διάλογο και διαπραγμάτευση. Η αίσθηση μου είναι πως όσον αφορά την άρθρωση των τομέων και κλάδων που προκρίνει κινείται στην σωστή κατεύθυνση. Σηματοδοτεί μια διάθεση απεμπλοκής του βιομηχανικού κεφαλαίου από τον λειτουργικό κρατισμό των «κρατικών προμηθειών» και την ρητορική , τουλάχιστον, διάθεση συμμετοχής στον διεθνή καταμερισμό.

Ας είμαστε ειλικρινείς :Η σύγχρονη αριστερά , κινείται εντός συνεχούς συμβιβασμού με το κεφάλαιο. Εκτός από τους νοσταλγούς των «πενταετών» όλοι , μα όλοι, οι νοήμονες της έλλογης αριστεράς (Οικολόγοι, Δημαρ, Συν, έλλογη Ανταρσύα) δέχονται την ιδιωτική οικονομία (πολιτικά ορθός όρος για τον καπιταλισμό, σε προγραμματικά κείμενα εσωτερικής αριστερής κατανάλωσης).Μια πρόχειρη περιδιάβαση στο συνέδριο του Συν αλλά και της πρόσφατης πρότασης του Σύριζα αρκεί για να αναδείξει το αυτονόητο. Όμως υπάρχουν εγκλωβισμοί που εκκινούν από μια απλοϊκή και τελικά μη μαρξιστική ταξινόμηση «μικρού»-«μεγάλου» κεφαλαίου. Αν δούμε αυστηρά τυπικά κριτήρια , ο Μάκης Ψωμιάδης είναι «μικρός» και ο Δασκαλόπουλος «μεγάλος» . Το «902» είναι μικρός και απολύει και θα μπορούσα να καταγράψω τουλάχιστον πέντε «μεγάλους» που το 2011 έδωσαν αυξήσεις. Αν απεγκλωβιστούμε από τηλεοπτικούς αντικαπιταλισμούς τύπου «Αυτιά Μητρόπουλου» τότε οι δυνάμεις της εργασίας έχουν να κάνουν μερικές επιλογές. Απέναντι στην άρρητη συναισθηματική προσέγγιση με τον φοροφυγά και εισφοροφυγά μικρομεσαίο καπιταλισμό του Ψωμιάδη προτιμώ την συγκρουσιακή ανοικτή διαπραγμάτευση με τον εξωστρεφή καπιταλισμό «των αξιών χρήσης» του Δασκαλόπουλου. Χοντρικά ο Δασκαλόπουλος μέσω McKinsey προτείνει «ελαστικές σχέσεις» και κρατικές ρυθμίσεις για μια έξοδο με ορίζοντα δεκαετίας. Εγώ θα αντέτεινα αυτό να γίνει διαπραγματεύσιμο έναντι εξασφαλίσεων .Από τον μικροκομπιναδόρικο καπιταλισμό των άρρητων συναινέσεων που τελικά στην κρίση απέλυσε 500,000 χωρίς να πει κανείς κιχ, προτιμώ τον καπιταλισμό της εξωστρέφειας. Όχι γιατί αυτός ο καπιταλισμός είναι καλός, αλλά γιατί καθώς αγκυρώνεται σε πιο «βαριές αξίες χρήσης» έχει ανάγκη την εξειδικευμένη εργασία, το εργατικό δυναμικό της γνώσης, και τελικά αυτό επιτρέπει τους ταξικούς αγώνες να διεξάγονται από καλύτερη βάση.Θα άξιζε κάποιος να ερευνήσει τους μισθούς, τα δικαιώματα, και τις απολύσεις στον εξαγωγικό υποτομέα της βιομηχανίας και να τον συγκρίνει με τα αντίστοιχα της αφελώς καλοδεχούμενης «μικρής επιχείρησης θύματος των μονοπωλίων» . Η θεωρία του καπιταλισμού «καζίνο» , η θεωρία του νεοφιλελευθερισμού έχει αποκτήσει μια επικίνδυνη υπερτροφία εντός αριστεράς. Υφίσταται αλλά «κάτω» από το «καζίνο» ο καπιταλισμός των «βαριών αξιών χρήσης» των θηριωδών επενδύσεων (ενέργεια, πετρέλαιο ,φάρμακα, αυτοκίνητα,κλπ) λειτουργεί στην δική του αυτονομία .Αυτός ο καπιταλισμός δεν εξαερώνεται όπως τα παράγωγα , και άρα ενισχύει την εργασία μέσω της «σταθερότητας» του. Το πως ο "νεοφιλελεύθερος" Μπους έσωσε τις General Motors ,Ford και τις χιλιάδες θέσεις εργασίας είναι μάθημα για τις αντιφάσεις του συστήματος. Και αυτές τις αντιφάσεις πρέπει να δει η νοήμων αριστερά. Ο χιλιαστικός αντικαπιταλισμός είναι αγχολυτικός αλλά ελάχιστα αποτελεσματικός .


Σύνδεσμοι
 
Κείμενο με εσωτερικό σύνδεσμο για την έκθεση McKinsey
 
Αντιρρήσεις Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου
 
Ριζοσπάστης "Μανιφέστο φτώχειας και εξαθλίωσης"
 
Αυγή "Μια σημαδεμένη μελέτη στην υπηρεσία του ΣΕΒ"

Sunday, September 11, 2011

Η βλακώδης αντίληψη του νεοφιλελεύθερου μπαμπούλα.Μέρος Πρώτο

Ένα από τα αγαπημένα θέματα του ιστολογίου είναι η ανάδειξη της κριτικής ανεπάρκειας του όρου "νεοφιλελευθερισμός". Ο όρος συσκοτίζει, γιατί δεν έχει σαφή ορισμό , διαπλάθεται και αναπλάθεται κατά βούληση, και εν τέλει λειτουργεί κατά της αριστεράς.Μια απλή καταγραφή των αυτο-οριζόμενων  "αντινεοφιλελεύθερων" είναι αφοπλιστική: περιλαμβάνει  όλο το συνταγματικό και εναλλακτικό τόξο της πολιτικής αρένας .Τα κριτήρια εισδοχής στον "αντινεοφιλελευθερισμό" είναι επίσης ελαστικά και δεν απαντούν σε απλά ζητήματα συγκυρίας. Τα bail out του Bush είναι νεοφιλελευθερισμός ή αντινεοφιλελευθερισμός; Οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές της Ιρλανδίας , σε αντίθεση με τους υψηλούς συντελεστές που απαίτησε η τροίκα είναι νεοφιλελευθερισμός ή αντινεφιλελευθερισμός;Δεν είναι τυχαίο ότι για την ανεπάρκεια του όρου , αρχίζουν να επιστρατεύονται νεολογισμοί όπως "μετάνεοφιλελευθερισμός" και "κρατικός νεοφιλελευθερισμός".Δεν είναι η πρώτη φορά που ανεπαρκείς όροι γενικεύονται για να συσκοτήσουν παρά να διευκολύνουν πχ παλαιώτερα ο εύπεπτος και "δια πάσα νόσο" ασαφής όρος "σταλινισμός"

Είναι προς τιμή της Αυγής και των Ενθεμάτων που μετέφρασαν ένα κείμενο από το γνωστό Left Liberal site "Spiked" το οποίο προκρίνει το αυτονόητο "ας τελειώσουμε με την βλακεία του νεοφιλελευθερισμού" (σσ του όρου..)


Αρχική δημοσίευση "Ενθέματα" Αυγή 11/9/2011

Brendan OʼNeill

Υπάρχει άραγε οποιοδήποτε κακό στον κόσμο για τον οποίο δεν ευθύνεται ο «νεοφιλελευθερισμός»; Το βιβλίο συμβάντων μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Αυτή η νεφελώδης αλλά προφανώς απεχθής ιδεολογία κατηγορείται ότι έχει προξενήσει δύο πολέμους στη Μέση Ανατολή, μια οικονομική Ύφεση, και τη γενική αποσύνθεση της ανθρώπινης ηθικότητας. Και τώρα βρίσκεται στο εδώλιο για την καταστροφή τμημάτων του Τότεναμ, του Χάκνεϋ και άλλων προαστίων του Λονδίνου, καθώς οι αναλυτές σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι οι πρόσφατες ταραχές είναι νόθα τέκνα της ένθερμης προώθησης των αξιών της αγοράς. Όσοι μετείχαν στις ταραχές είναι «εγγόνια της Θάτσερ» έγραψε ένας σχολιαστής: η ζωή τους έγινε σμπαράλια και οι εγκέφαλοί τους έχουν υποστεί πλύση από την «ανηθικότητα του νεοφιλελεύθερου πιστεύω», το οποίο «αδιαμφισβήτητα ηγεμόνευσε από την εποχή της Θάτσερ».


Αυτός ο ισχυρισμός, το πλήρες οργής αλλά κενό περιεχομένου επιχείρημα ότι η εξέγερση είναι προϊόν της απελευθέρωσης των δυνάμεων της αγοράς σε όλα τα πεδία του βίου, απεικονίζει πολύ εύγλωττα το τι σημαίνει ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» στη δημόσια συζήτηση της εποχής: όχι μια σοβαρή προσπάθεια να αναλύσουμε ή να περιγράψουμε τα γεγονότα, αλλά μια έκφραση της πολιτικής αγανάκτησης, μια εντελώς παιδαριώδη πεποίθηση ότι ένας μπαμπούλας, φορώντας μια θατσερική μάσκα ευθύνεται για οτιδήποτε τρομακτικό που συμβαίνει. Η κραυγή «Νεοφιλελευθερισμός!» θέλει να ακούγεται διεκδικητική, ακόμα και ριζοσπαστική, αλλά στην πραγματικότητα απευθύνεται σε ένα εντελώς παθητικό πνεύμα, απρόθυμο να αντιμετωπίσει τις αληθινές δυνάμεις που οδηγούν στην καταστροφή τις κοινότητες της Βρετανίας. […]

Πρέπει να τονίσουμε ότι, σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας, οι κοινότητες της Βρετανίας κλυδωνίστηκαν επανειλημμένα από τις ιδιοτροπίες της αγοράς, το γενικευμένο κλείσιμο των εργοστασίων και τη μαζική απώλεια θέσεων εργασίας. Ωστόσο, δεν αντιδρούσαν καίγοντας αυτοκίνητα και λεηλατώντας πολυκαταστήματα. Η διαφορά, σήμερα, έγκειται στην σχεδόν πλήρη «προνοιοποίηση» αυτών των κοινοτήτων, τη διείσδυση του κράτους σε οποιαδήποτε πτυχή της ζωής των ανθρώπων και των κοινωνικών σχέσεων, με μια επιμονή που θα είχε θορυβήσει τον William Beveridge, τον κοινωνικό μεταρρυθμιστή που θεμελίωσε το σύγχρονο κράτος πρόνοιας της Βρετανίας. Στο παρελθόν, οι κοινότητες που ο καπιταλισμός τις είχε πλήξει αλύπητα, είτε θα είχαν καταφέρει να αναδιοργανωθούν και ίσως θα αγωνίζονταν για τις θέσεις εργασίας, είτε, απλώς, θα είχαν διαλυθεί. Οι άνθρωποι, ολόκληρες οικογένειες, θα είχαν μαζέψει τα μπογαλάκια τους και θα είχαν μετακινηθεί σε άλλες περιοχές με καλύτερες εργασιακές προοπτικές, αφήνοντας πίσω τους μια πόλη-φάντασμα. Σήμερα, αντιθέτως, οι εν λόγω κοινότητες συντηρούνται τεχνητά, επιδοτούμενες από ένα κράτος που παρεμβαίνει στους οικονομικούς και κοινωνικούς πόρους με έναν τρόπο που δεν είχαν γνωρίσει ποτέ οι μεσοπολεμικές ή μεταπολεμικές κοινότητες της εργατικής τάξης, που κι αυτές, επίσης, βίωσαν την οικονομική καταστροφή. […]

Γιατί όταν το κράτος εισβάλλει σε μια κοινότητα και εισάγει το προνοιακό ισοδύναμο ενός μηχανήματος τεχνητής υποστήριξης της ζωής, όταν το κράτος επιδιώκει να καλύπτει παρέχει κάθε βασική ανάγκη των ανθρώπων, ακόμα και να διαμορφώνει την ηθική και τις γονεϊκές τους πρακτικές, αυτό έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο κοινοτικό πνεύμα και στον κοινωνικό ιστό. Η ίδια η ιδέα της «κοινότητας» αποσαθρώνεται. Οι άνθρωποι εξαρτώνται πλέον τόσο από το κράτος, που δεν χρειάζεται πλέον να στραφούν στους γείτονές τους για την ηθική και κοινωνική επιβίωση. […]

Οι ταραχές ήταν μια συνέπεια αυτής της μαζικής και ύπουλης επέκτασης της κρατικής παρέμβασης. Η έλλειψη φροντίδας για τις κοινότητές τους, που επέδειξαν όσοι μετείχαν στις ταραχές και η αίσθησή τους για το δικαίωμά τους στα υλικά αγαθά είναι αποτέλεσμα του ότι έχουν μεγαλώσει σε περιοχές όπου οι δεσμοί της κοινότητας και το πνεύμα της εργατικής τάξης πνεύμα έχουν καταστραφεί, όχι από το «νεοφιλελευθερισμό», αλλά από πρωτοφανή επίπεδα της κρατικής παρέμβασης.

Ο Brendan OʼNeill είναι εκδότης του περιδικού spiked. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό, στις 15.8.2011 (http://www.spiked-online.com/index.php/site/article/10989)
Εικόνα: Η αφίσα της ταινίας του Λάνθιμου που πήρε βραβείο σεναρίου στην Βενετία

Wednesday, September 7, 2011

Ο Μάκης διαβάζει Althusser, και ο Slavoj Πρετεντέρη.

H ομιλία του Μ.Βορίδη στην βουλή ήταν, όντως, ένα ενδιαφέρον στιγμιότυπο. Για όσους δεν έχουν παρακολουθήσει το θέμα καλό είναι να το υπενθυμίσουμε : ο βουλευτής του Λαος χρησιμοποιώντας μια κλασική αριστερή θεματολογία υπεστήριξε το νομοσχέδιο. Συνοπτικά ανέφερε πως όντως τα πανεπιστήμια είναι ιδεολογικοί μηχανισμοί της εξουσίας (Althusser) , και η αριστερά στα πλαίσια της στρατηγικής ανάκτησης της ηγεμονίας (Gramsci) χρησιμοποιεί τα πανεπιστήμια για να ανανεώσει την ηγεμονία της. Όλο το ρητορικό κατασκεύασμα του Βορίδη στηρίχτηκε σε στην αμφισβητούμενη παραδοχή μιας «αριστερής» κυριαρχίας. Η ευχέρεια του Βορίδη στην διαπραγμάτευση του θέματος μέσω εννοιών μιας κριτικής παράδοσης ήταν όντως εντυπωσιακή. Καθώς η παραδοσιακή δεξιά έχει αποστροφή προς τις πιο εκλεπτυσμένες ιδεολογικές επεξεργασίες ακόμη του χώρου της , παραμένοντας ουσιαστικά σε ένα προδικτατορικό ρεπερτόριο, μια φωνή της δεξιάς που παρουσιάζει τέτοιες στενές σχέσεις με τη θεωρία και την θεματολογία της αριστεράς δημιουργεί κατ’ αρχάς αμηχανία.


Υπήρξαν αντιδράσεις που άλλοτε ήσαν χλευαστικές (σιγά τώρα ο Βορίδης μην ξέρει Gramsci..) άλλοτε πιο εμπεριστατωμένες (ο Βορίδης κατέχει το θέμα αλλά κάνει σοφιστείες).

Ωστόσο το θέμα οικειοποίησης ενός διαφορετικού ύφους και περιεχομένου παρά την πρόσκαιρη έκπληξη που δημιουργεί δεν είναι καινοφανές. Μια αντίστοιχη αμηχανία μου προκάλεσε η συνέντευξη του πληθωρικού (στα όρια του ανεξέλεγκτου) Ζίζεκ.

Αν ο Βορίδης ενεπλάκη με τους Althusser Gramsci, o Slavoj μας αποκάλυψε πως κατέχει βαθύτατες γνώσεις του Πρετεντερικού ιδιώματος, τις άψογες διατυπώσεις ενός πολιτικά ορθού κυνισμού , ενός ουδέτερου λεξιλογίου που προσφέρεται για «πάσα νόσο».

Ας τον απολαύσουμε:

Οι εξοργισμένοι ανέδειξαν κάτι το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον. Η ζήτηση του καπιταλισμού για εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, δημιούργησε μια τάξη υπερεξειδικευμένων ανέργων που δεν είναι μόνο άνεργοι αλλά και απολύτως απελπισμένοι. Άλλα όταν διάβασα το μανιφέστο τους, δεν βρήκα καμία συγκεκριμένη πρόταση προς ένα εναλλακτικό μοντέλο. Τα αιτήματα για εξασφαλισμένους κατώτατους μισθούς είναι μια απόπειρα «χτυπήματος» του καπιταλισμού μέσα από ένα πρίσμα ελεημοσύνης και δικαιοσύνης – όμως προς τα που κατευθύνουν αυτά τους τα αιτήματα τελικά; Αν και είναι «εξοργισμένοι» με το σύνολο της πολιτικής τάξης τελικά απευθύνονται στο κράτος! Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν έκκληση μόνο για ένα νέο ιδιοκτήτη! Επιτρέψτε μου να κάνω μια μακάβρια σκέψη: Δεν θα μπορούσε ένας έντιμος, μετριοπαθής φασίστας να συμμερίζεται αυτά τα αιτήματα;




Η διάλυση της οικονομικής και πολιτικής ένωσης της Ευρώπης πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Οι Έλληνες δεν θα πρέπει τώρα να κατηγορούν την Ευρώπη για τα πολιτικά τους προβλήματα. Για πολλά χρόνια έχουν επιδοθεί σε ένα επικίνδυνο μίγμα πελατειακών σχέσεων με το κράτος πρόνοιας που έχει φθάσει στα όριά του.Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η Ευρώπη. "Τι θέλει η Ευρώπη;" για να παραφράσουμε το ερώτημα του Φρόυντ "Τι θέλει η γυναίκα;". Η σημερινή κρίση είναι κρίση του τεχνοκρατικού μοντέλου των Βρυξελλών. Μόνο μια νέα αριστερά μπορεί να σώσει την Ευρώπη.


Μη μου πεις ; Αν δεν ήξερες τον συγγραφέα άνετα θα το έβαζες ως απόσπασμα στο κύριο άρθρο της Καθημερινής ή του Βήματος.

Προφανώς το θέμα δεν είναι ότι Αλτουσερ ανήκει λόγω κληρονομικού δικαίου στις «Θέσεις» ούτε ότι η αριστερά θα είναι μονίμως εγκλωβισμένη εντός ενός «ξύλινου» ιδιώματος ή ενός εργατιστικού μελό. Το θέμα είναι πως πλέον μιλάμε για ιδεολογικά πολιτικά ρεύματα τα οποία είναι πολυσυλλεκτικά , πολυεπίπεδα πολυεδρικά, υβριδικά, συνθετικά. Και αυτή είναι μια νέα συνθήκη η οποία αγχώνει τους πάντες. Με το Βορίδη του Μελιγαλά ίσως και να ξεμπερδεύεις πιο εύκολα από το Βορίδη του Gramsci. Το στοίχημα είναι αν ο Ζίζεκ του «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι κρατισμός» και του «οι Έλληνες έφεραν το κράτος πρόνοιας στα όρια» είναι πιο αποτελεσματικός από τον Λαφαζάνη ή τον Μαίλη.

Η γνώμη μου είναι πως το μέλλον είναι προς τους γόνιμους αναθεωρητισμούς, τις ιδιοσυγκρασιακές συνθέσεις, τις sui generis αναζητήσεις. Έστω και με το ρίσκο μιας αμετροέπειας που κάποτε γίνεται αφόρητη γραφικότητα. Και μια τέτοια περίπτωση είναι ο αγαπημένος του ιστολογίου Slavoj, του οποίου η πολυσυλλεκτικότητα του σε στυλ, όψεις, ματιές, θεμέλια και αναφορές ειλικρινά κάποτε μας υπερβαίνει.

Συνδέσεις
 
Ολόκληρη η συνέντευξη του S Zizek (μτφ Red Notebook)
 
Oμιλία Βορίδη στη Βουλή

Friday, September 2, 2011

Ν.Σεβαστάκης : Φιλελευθερισμός και αντιφιλελευθερισμός




Με χαρά δημοσιεύουμε το άρθρο του Ν.Σεβαστάκη «Φιλελευθερισμός και αντιφιλελευθερισμός» που δημοσιεύτηκε στο Red Notebook . O κυριότερος λόγος είναι η προσέγγιση ότι τοποθετείται το ζήτημα στη πραγματική του βάση .Ο ΝΣ με σαφήνεια καθορίζει πως η αριστερά οφείλει να ιδιοποιηθεί αλλά και να αποστασιοποιηθεί ταυτόχρονα από δέσμες ιδεών του φιλελευθερισμού, οφείλει να δει το φαινόμενο ως πόλωση ιδεών φιλελευθερισμού - υπαρκτού κόσμου, και τέλος να αναδείξει τις αντιφιλελεύθερες όψεις , τις φιλελεύθερες αντιφάσεις της σημερινής πραγματικότητας.



Καθώς στην ανάρτηση του RNB Red Notebook υπήρξε και ένας διευκρινιστικός διάλογος, παραθέτω ως μέρος της ανάρτησης τον σχετικό σχολιασμό.


Φιλελευθερισμός και αντιφιλελευθερισμός


Του Νικόλα Σεβαστάκη


Ιδεολογικός λόγος, κομμάτι της νεότερης πολιτικής θεωρίας, θεσμική και πολιτική παράδοση, ηθική φιλοσοφία ή ένα κεφάλαιο της οικονομικής θεωρίας; Σε ποιο άραγε από όλα αυτά τα διακριτά επίπεδα θα έπρεπε να συζητήσουμε για τον φιλελευθερισμό; Και με ποιους όρους μπορούμε να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση; Αν, για παράδειγμα, επιλέξουμε να αναφερθούμε κυρίως σε έννοιες και ιδέες, σε επιχειρήματα και πολιτικο-φιλοσοφικές θέσεις, τι γίνεται τότε με τις πρακτικές συνάφειες του φιλελευθερισμού; Έχει νόημα να συζητήσουμε έννοιες και αξίες παραγνωρίζοντας τη σωρευμένη εμπειρία των φιλελεύθερων αρχών καθώς μετατράπηκαν σε «οδοδείκτες» της πραγματικής διακυβέρνησης συγκεκριμένων κοινωνιών; Δικαιούμαστε να σκεφτούμε τη σχέση μας με τον φιλελευθερισμό ανεξάρτητα από τη μετοχή του στην πραγματική, υλική διαμόρφωση του παρελθόντος και του παρόντος;

Για την οικονομία αυτού του κειμένου, θα μείνω αρχικά σε ένα σημείο που έχει τη σημασία του. Ιδίως για έναν αριστερό αντιφιλελευθερισμό, ο οποίος, όπως θα ισχυριστώ παρακάτω, καλείται να διασώσει σημαντικά στοιχεία από ορισμένες πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις του φιλελευθερισμού. Συχνά, μιλώντας για τον φιλελευθερισμό, υιοθετούμε τη στάση εκείνων που ανάγουν τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό στον Στάλιν ή ακόμα χειρότερα σε διαφόρους Πολ Ποτ. Είτε ταυτίζουμε τον φιλελευθερισμό με τον καπιταλισμό, είτε τον κρίνουμε μόνο στο επίπεδο των εφαρμογών του, των συνενοχών του με τα δυτικά πολιτικά συστήματα, με τις υπαρκτές «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες» και τις πρακτικές διαφόρων κυβερνήσεων. Άλλοτε πάλι έχουμε την τάση να αποστερήσουμε από τον φιλελευθερισμό τις πληθυντικές του παραδόσεις, την περίπλοκη δυναμική η οποία τον έκανε μέρος της ιστορίας των ιδεών και της νεωτερικής ιδεολογίας αλλά και παράγοντα συγκρότησης των κόσμων που γεννήθηκαν μετά την αμερικανική και τη γαλλική Επανάσταση.

Αν θέλουμε να είμαστε πιο δίκαιοι με το θέμα μας, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη διπλή υπόσταση του φιλελευθερισμού. Το ότι αποτελεί ένα συμβάν της ιστορίας των πολιτικών ιδεών (και μιας ορισμένης ηθικής ανθρωπολογίας) και συγχρόνως μια κληρονομιά η οποία καθόρισε τον τρόπο διακυβέρνησης των αστικών κοινωνιών. Δεν είναι η μοναδική κληρονομιά του αστισμού, αλλά αυτή η οποία μπόρεσε να επιβιώσει ως η πρότυπη κανονιστική γλώσσα των «προηγμένων» συστημάτων, των συστημάτων τα οποία αυτοπαρουσιάζονται ως προϊόντα των διανοητικών και πολιτικών επαναστάσεων του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα.

Η αναγωγή ενός αστερισμού ιδεών και πρακτικών, ενός αστερισμού ο οποίος περιλαμβάνει πολιτική φαντασία και θεσμικές αρχιτεκτονικές, στα γεγονότα της ιστορίας των «φιλελεύθερων κρατών» είναι προβληματική. Διότι ο φιλελευθερισμός είναι κάτι πολύ περισσότερο από την προτιμητέα ιδεολογία των αρχουσών τάξεων ή από πεποίθηση των ηγετικών ελίτ στις αστικές κοινωνίες. Αναδύεται μαζί και παράλληλα με τις νέες μορφές πολιτικής και οικονομίας – τις αστικές και καπιταλιστικές-, αλλά δεν συνιστά απλή προβολή των μορφών αυτών στη συνείδηση και στο επίπεδο των συλλογικών αναπαραστάσεων.

Από την άλλη ωστόσο εδώ και χρόνια αντιμετωπίζουμε μια άλλη προβληματική εκδοχή. Τη θέση ότι ο φιλελευθερισμός είναι κυρίως ένας αριθμός επιχειρημάτων, αξιωμάτων ή υποθέσεων εργασίας της πολιτικής φιλοσοφίας· ότι, κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί μια οικογένεια της ευρωπαϊκής πρακτικής φιλοσοφίας και στη συνέχεια της αμερικανικής θεωρίας, λ.χ. των θεωριών δικαιοσύνης που αναπτύχθηκαν μετά το 1970 στη σκιά του John Rawls, του Ronald Dworkin και των άλλων ακαδημαϊκών στοχαστών που θεωρήθηκαν «φιλελεύθεροι».

Αυτή η στάση υπερτονίζει την κανονιστική, μη εμπειρική, θεωρητική φύση του φιλελευθερισμού. Και από την άποψη της ζωντανής πολιτικής συζήτησης για το παρόν, για τη σημερινή παρουσία του φιλελευθερισμού, μοιάζει όλο και περισσότερο απομακρυσμένη από τις κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ του 2011. Ένα και μόνο παράδειγμα αρκεί για να φωτίσει αυτή την απομάκρυνση ή την μεταφυσική απογείωση των διαφόρων κανονιστικών φιλελευθερισμών: τι αντίκρισμα έχουν άραγε οι εξισωτικές μέριμνες ενός Rawls ή ενός Dworkin στην αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις κυρίαρχες ιδέες-αξίες που παρουσιάζονται, από διαφορετικές πλευρές, ως οι οικουμενικά έγκυρες ρυθμιστικές αρχές της σύγχρονης διακυβέρνησης; Ποια θέση έχει o αναδιανεμητικός εξισωτισμός μέσα σε συστήματα στα οποία κυριαρχούν πλέον απόλυτα οι έννοιες του ανταγωνισμού, της ανταποδοτικότητας, της εξατομικευμένης- «στοχευμένης» παροχής, της αριστείας και των ανταμοιβών στους «καινοτόμους» και στους « πλέον παραγωγικούς»;

Για να συνοψίσω τις παραπάνω σκόρπιες σκέψεις: μια συζήτηση για τον φιλελευθερισμό – και εννοώ εδώ, μια συζήτηση που μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον για τους αριστερούς και την πολιτική τους παιδεία- είναι απαραίτητο να τηρεί αποστάσεις και από τις δυο θέσεις. Τόσο από τη θέση της ταύτισης φιλελευθερισμού και καπιταλισμού, φιλελευθερισμού και φιλελεύθερων κρατών, όσο και από την αντίληψη που θεωρεί τον φιλελευθερισμό ένα ρεύμα της κανονιστικής θεωρίας, έναν γαλαξία επιχειρημάτων για το ορθό και το αγαθό, τα δικαιώματα ή την ευημερία. Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της καρικατούρας, στη δεύτερη η απειλή της ιστορικής και πολιτικής τύφλωσης.

***

Στις σύγχρονες συζητήσεις για τον φιλελευθερισμό, ασκεί μια ορισμένη επιρροή η θέση ότι δεν έχει νόημα η νοσταλγική αναφορά σε έναν «καλό» κλασικό φιλελευθερισμό ο οποίος ήταν, υποτίθεται, περισσότερο ηθικός και πολιτικός παρά οικονομικός. Ο J. Cl. Michéa και πολλοί άλλοι ισχυρίζονται ότι η ουσία κάθε φιλελευθερισμού, παλιού και νέου, πολιτικού και οικονομικού, είναι μια αρνητική ανθρωπολογία ριζωμένη στην ιδέα του ατόμου ως ορθολογικού υπολογιστή-εγωιστή. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, είναι αδύνατη μια φιλελεύθερη θεώρηση της καλής κοινωνίας, μια θετική προσέγγιση στις δημόσιες αρετές μιας κοινωνίας της αξιοπρέπειας. Ο φιλελευθερισμός είναι, λέει ο Μισεά, η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού, μια πολιτική που βασίζεται στην απουσία εμπιστοσύνης στην πολιτική, μια αντίληψη οργάνωσης της «εμπορικής κοινωνίας» με τη βοήθεια του δικαίου και της οικονομίας. Η ανάγνωση αυτή επιμένει στη σχέση κάθε φιλελευθερισμού με μια σκεπτικιστική και απαισιόδοξη ανθρωπολογία. Άλλες αναγνώσεις του φιλελευθερισμού, αν και συμμερίζονται πολλά από όσα ισχυρίζεται ο Michéa, διαχωρίζουν επιμέρους στιγμές και αποκαθιστούν μια πιο σύνθετη εικόνα. Για παράδειγμα, ο ψυχαναλυτής και κριτικός θεωρητικός Dany-Robert Dufour κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις φιλοσοφίες του ορθολογικού εγωισμού [στις οποίες εντάσσει περιπτώσεις τόσο διαφορετικές όσο τον Mandeville, τον Adam Smith και τον Μαρκήσιο de Sade] και στον υπερβατολογισμό του Καντ, στον οποίο αναγνωρίζει μια φιλοσοφία της ηθικής αυτονομίας του προσώπου. Κατά τον Dufour είναι προφανές πως η δική μας εποχή, η εποχή της κατασκευής του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου, συνεχίζει και παροξύνει τη μια διάσταση της κλασικής φιλελεύθερης ανθρωπολογίας: την έμφαση στον νατουραλισμό των συμφερόντων και στην εγωιστική επιδίωξη για απεριόριστη απόλαυση, την ταύτιση της ελευθερίας με την απουσία συμβολικών περιορισμών στο ‘εγώ θέλω’, την μετάφραση των ηθικών κατηγοριών σε οικονομικές κατηγορίες κλπ. Στο τέλος, θα ισχυριστεί αυτή η ανάλυση, ο φιλελευθερισμός μετατρέπεται σε ένα είδος διαφημιστικής ιδεολογίας συντονισμένης με τον νηπιακό ναρκισσισμό των μεταμοντέρνων καταναλωτών και τον ενισχυμένο νομικό και ποινικό κομφορμισμό των κρατών.

Από πολλές απόψεις η ευρύτερη ανθρωπολογική και ψυχαναλυτική προσέγγιση στις παθολογίες του «φιλελεύθερου ατόμου» είναι γόνιμη και βοηθά στην κριτική κατανόηση των περιπετειών του φιλελευθερισμού. Σπεύδει, ωστόσο, συχνά σε συμπεράσματα που δεν απαντούν στις απορίες για το σήμερα. Για παράδειγμα, η άποψη ότι δεν έχει νόημα η διάκριση ανάμεσα στις διαφορετικές εκδοχές του φιλελευθερισμού παρουσιάζει το μεγάλο μειονέκτημα να υποτιμά το τεράστιο ρήγμα που χωρίζει τη σημερινή «φιλελεύθερη» γλώσσα από τα ενδιαφέροντα και τις αξίες των κλασικών φιλελευθερισμών. Μια τέτοια ισοπεδωτική προσέγγιση εγκλωβίζει ουσιαστικά όλες τις στιγμές της ιστορίας του φιλελευθερισμού σε ένα πρωταρχικό θεμέλιο, στη χομπσιανή αντίληψη του ανθρώπου ως όντος του φόβου για τον άλλον και της αποφυγής του θανάτου. Με αυτή την έννοια, όλες οι επινοήσεις της φιλελεύθερης παράδοσης ανάγονται στη ζοφερή ανθρωπολογία του «φυσικού εγωιστή», της υπολογιστικής Μονάδας, μιας ακοινωνικής και μονοσήμαντα εργαλειακής ύπαρξης. Ο φιλελευθερισμός απογυμνώνεται ως η ηθική του ιδιοτελούς συμφέροντος και της ορμικής ασυδοσίας, ως η ηθική της εμπορευματικής ανταλλαγής.

Μια άλλου τύπου αδυναμία διακρίνω και σε εκείνες τις κριτικές στον κλασικό φιλελευθερισμό που επιδιώκουν να είναι η σύγχρονη κομμουνιστική απάντηση στην αποθέωση των κλασικών φιλελεύθερων στοχαστών ως περιστερών σε σχέση με τους κακούς «προδρόμους του ολοκληρωτισμού». Σε αυτές τις κριτικές, τύπου Losurdo, ο «καλός» φιλελευθερισμός αποδεικνύεται ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα και τόσο αγαθός διότι συνοδευόταν από την αποδοχή της δουλείας, διαφόρων μορφών καταπίεσης, πράξεις γενοκτονίας, συναλλαγές με τον δεσποτισμό και τον ρατσισμό κλπ. Στην περίπτωση αυτή αναζητείται κυρίως η προσωπική εμπλοκή επιφανών φιλελεύθερων στοχαστών σε διάφορες σκοτεινές ιστορίες ή η υιοθέτηση θέσεων που προκαλούν σήμερα ρίγος αγανάκτησης.

***

Υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας στην απομυθευτική στάση έναντι του «παλιού καλού» φιλελευθερισμού. Όχι όμως επειδή οι επιφανείς φιλελεύθεροι φιλόσοφοι και λόγιοι δεν ήταν δημοκράτες (φυσικά και δεν ήταν) ή γιατί υπηρέτησαν ενίοτε πρακτικές και αξίες αντίθετες από τις διακηρύξεις τους. Ούτε διότι, πράγματι, η ανθρωπολογία του «εγωιστικού ατόμου» δεσμεύει την πολιτική οικονομία και την επιστήμη του δικαίου ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού. Ούτε ακόμα επειδή η νοσταλγία για τον παλιό καλό φιλελευθερισμό φανερώνει κυρίως την αμηχανία μας μπροστά στα νέα καθεστώτα οικονομικής βίας τα οποία εγκαθιδρύονται με συστηματική δολιοφθορά στα φιλελεύθερα συντάγματα.

Η αλήθεια της κριτικής στη θέση για τους δυο φιλελευθερισμούς, τον «καλό» και τον «κακό», τον προοδευτικό και τον συντηρητικό, βρίσκεται περισσότερο στην εξής πικρή διαπίστωση: δεν μπορούμε ως αριστεροί να είμαστε απλώς οι φιλελεύθεροι με την καλή έννοια [μια κοινωνική ή ηθικοπολιτική έννοια]. Σήμερα μπορούμε να είμαστε φιλελεύθεροι μόνο ως αντιφιλελεύθεροι – και αυτό είναι ίσως το σκάνδαλο και το παράδοξο. Η στάση την οποία υπονοώ εδώ είναι μια στάση συμπάθειας και εξοικείωσης με ορισμένα από τα νεύματα του φιλελευθερισμού. Θα έλεγα μια στάση ανάλογη με αυτή που ο Heidegger ορίζει ως ιδιοποίηση μιας παράδοσης διά της συστροφής της, ιδιοποίηση και συγχρόνως απομάκρυνση από αυτή. Ο Χάιντεγκερ χρησιμοποιεί την έκφραση Verwindung der Metaphysik για να αποστασιοποιηθεί από τον όρο Überwindung, όρο ο οποίος δηλώνει μια υπέρβαση, ένα ξεπέρασμα της Μεταφυσικής. Η υπέρβαση σημαίνει ότι αφήνουμε το σημείο a για να φτάσουμε σε έναν άλλον τόπο, στο σημείο x το οποίο τοποθετείται κάπου μακριά ή εκτός του a. Αντίθετα, η «συστροφή-στρέψη» είναι μια απομάκρυνση η οποία δοκιμάζεται συγχρόνως ως παραμονή, διάθεση για επιμέλεια και φροντίδα για μη εγκατάλειψη. Με άλλους όρους: απόσταση και εγγύτητα συγχρόνως. Παραμένουμε κοντά σε ορισμένα νεύματα του φιλελευθερισμού, σε κάποιες από τις πηγές της σκέψης και τα ερεθίσματα της εμπειρίας του. Αλλά παραμένουμε εκεί δοκιμάζοντας ένα άλμα έξω από τη θαλπωρή και τα ανώδυνα ψεύδη της φιλελεύθερης ιδεολογίας ως μυθολογίας. Διαβάζουμε δηλαδή τους φιλελεύθερους και εκτιμούμε στιγμές της σκέψης τους χωρίς να λησμονούμε το κυριότερο: ότι αυτό το «πράγμα» το οποίο μας απευθύνεται σήμερα ως φιλελευθερισμός, ως γραμματική της ορθολογικής διακυβέρνησης, ως πολιτικοοικονομικός κοινός τόπος, αυτό το «πράγμα» είναι μια κατασκευή η οποία μας βρίσκει ριζικά αντίθετους, που θέλουμε και έχουμε λόγους να την αλλάξουμε.

***

Ας μιλήσουμε όμως για αυτό το «πράγμα» που εμφανίζεται τώρα και μας εγκαλεί ως φιλελευθερισμός. Δεν μιλώ για τις αγγελικές αρχές οι οποίες ξεπηδούν από τα γραπτά των πολιτικών φιλοσόφων αλλά για το σκληρό σχήμα και την διάταξη λόγου η οποία προβάλλει στις οδηγίες περί ορθής διακυβέρνησης, στις διάφορες «δέσμες ιδεών» με τις οποίες οι ελίτ ορίζουν πλέον με αναίσχυντες λεπτομέρειες το πεδίο της ιδιότητας του πολίτη, του εργαζόμενου, του εκπαιδευόμενου, του χρήστη υπηρεσιών, του καταναλωτή.

Ας σκεφτούμε για αυτή τη νέο-γλώσσα και τις σημασίες τις οποίες υποβάλλει στο δημόσιο χώρο. Από ποιες σημασίες συντίθεται αυτή η γλώσσα; Ποια ιστορικά και ιδεολογικά φορτία την κατοικούν; Φέρεται, εκ νέου, ως μια γλώσσα εντολής και παραγγέλματος. Έστω μια γλώσσα της υπόδειξης και της κατ’ επίφαση τεχνικής αλλά στην ουσία πολιτικής υπαγόρευσης των θεμιτών στάσεων [με την έννοια της ρύθμισης των comportements, του τρόπου διαγωγής· των υποκειμένων]. Σε αυτή τη γλώσσα ηγεμονεύουν κυρίως στοιχεία από το ιδίωμα του ωφελιμισμού του Jeremy Bentham και του «εξελικτισμού» ενός Herbert Spencer. Ενσωματώνονται επίσης πολλά στοιχεία από τη ρητορική του αμερικανικού λειτουργισμού της μεταπολεμικής περιόδου λχ. ο μάλλον κωμικός φετιχισμός των surveys και της ποσοτικοποίησης. Αλλά στο κατασκεύασμα εμφανίζονται και κάποιες από τις (χειρότερες) παραδόσεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς, του κοινωνιοκεντρισμού και του οργανικού αντιατομικισμού: λ.χ. ο σαινσιμονικής προέλευσης «κοινωνικός» τεχνοκρατισμός, η σοσιαλδημοκρατική και σταλινική θεοποίηση παραγωγικών δυνάμεων και πενταετών πλάνων, η αμφισβήτηση όλων όσων δεν επιδέχονται «πιστής μέτρησης».

Βλέπουμε πλέον το αποτέλεσμα αυτής της τερατογένεσης. Το αποτέλεσμα είναι ένας συνδυασμός επιστημονισμού και οικονομισμού στην υπηρεσία ενός αυστηρού κανονιστικού υποδείγματος. Στο επίκεντρο αυτού του υποδείγματος δεν βρίσκεται ούτε η ατομική αυτονομία ούτε η προστασία από την κρατική αυθαιρεσία, ούτε η εκτίμηση σε μια άξια σεβασμού ιδιωτική σφαίρα, σε μια σφαίρα ατομικής ανεξαρτησίας όπως έλεγε ο Benjamin Constant. Όλα εκκινούν από τη νόρμα της ανταγωνιστικότητας και των υπολογισμών κόστους- οφέλους. Και όλα καταλήγουν στο εγχείρημα για ενοποίηση όλων των περιοχών του κοινωνικού βίου, όλων των υποσυστημάτων, υπό την ίδια θεμελιώδη κλίμακα στόχων και κανόνων. Θα έλεγε κανείς ότι μας προτείνεται μια νέου τύπου Total Mobilmachnung, μια ολική κινητοποίηση πίσω από μια μεταφυσική της προσπάθειας, του να «δουλέψουμε περισσότερο». Το παλιότερο σύνθημα του Νικολά Σαρκοζύ [«να δουλέψουμε περισσότερο για να κερδίσουμε περισσότερα»] κατά ειρωνικό τρόπο έγινε η προμετωπίδα της Ευρώπης της μαζικής ανεργίας και της υποτιμημένης εργασίας. Με τη διαφορά ότι τροποποιήθηκε ως εξής: να δουλέψουμε περισσότερο για να κερδίσουμε λιγότερα.

Είναι προφανές πως αυτό το πράγμα δεν έχει πια ανάγκη καμιά θεωρία της δημοκρατίας, καμιά πολιτική σκέψη. Απαιτεί «σπουδές διακυβέρνησης» ή μερικά σεμινάρια στο νέο δημόσιο μάνατζμεντ [NPM]. Και το κυριότερο: στην τρέχουσα νέο-γλώσσα αποκαθίστανται πλέον όλες εκείνες οι ιερές λέξεις του ολιγαρχικού και τιμοκρατικού «φιλελευθερισμού» που κυριαρχούσαν στις ευρωπαϊκές ελίτ πριν το…1848! Οι ικανότεροι, οι άξιοι, οι άχρηστοι, οι αριστείες, οι παραγωγικοί και οι αντιπαραγωγικοί (αυτό είναι γνήσιος Saint Simon), οι “προσωπικότητες”, οι επιτροπές σοφών, τα διευθυντήρια κλπ.

Δεν πρόκειται μόνο για επαναφορά σε έναν φιλελευθερισμό της «τάξης», σε έναν φιλελευθερισμό των προυχόντων και των αξιωματούχων ο οποίος μάλιστα φαίνεται πια ότι απεχθάνεται τις εποχές της κριτικής και της άρνησης, ακριβώς όπως έκαναν οι συντηρητικοί θετικιστές την εποχή της Παλινόρθωσης για να δηλώσουν την αποξένωσή τους από τον κριτικό Διαφωτισμό. Κινούμαστε ταχύτατα σε ένα διαφορετικό πεδίο όπου το κατασκεύασμα το οποίο μας απευθύνεται ως (νεο)φιλελεύθερο zeitgeist βάζει σε δεινή δοκιμασία τόσο την ιδέα της Ελευθερίας όσο και την ιδέα της Ισότητας.
Εγκαλούμαστε έτσι στην τάξη ή αλλιώς σε ανάνηψη για το λάθος μας να μην υποληπτόμαστε αυτόν τον κοινό νου. Για την απροθυμία που δείχνουμε να αναγνωρίσουμε τις αξιώσεις αυτού του «πράγματος» να είναι ο Λόγος του Κόσμου και το σύγχρονο Παγκόσμιο Πνεύμα.

Για να απαντήσουμε σε αυτή την πρόκληση δεν αρκεί να ασκούμε καθημερινά την κλασική κριτική στην φιλελεύθερη υποκρισία ή στις ασυνέπειες και στις αντιφάσεις του φιλελευθερισμού. Η κλασική κριτική στρέφεται κυρίως στην εικόνα του φιλελευθερισμού ως κουλτούρας των εύπορων τάξεων, ως ταξικού ιδιώματος το οποίο αποκρύβεται πίσω από τον αφηρημένο ανθρωπισμό του δικαίου και της πολιτικής. Δεν πιστεύω ότι έχει χάσει την αξιοπιστία και την χρησιμότητά της ως κριτική. Θεωρώ ωστόσο ότι φανερώνει περισσότερο μια στάση άμυνας ή μια στάση η οποία δεν βλέπει την πλήρη αδιαφορία των σημερινών καθεστώτων για πολλές από τις πολιτικές και πολιτισμικές κληρονομιές του φιλελευθερισμού.

Η αριστερή στάση μπορεί να είναι μόνο το ζωντανό ενδιαφέρον για όλες τις παραδόσεις της διανοητικής, πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Μια πολιτισμική μέριμνα και ένα στοιχείο της ψυχικής καλλιέργειας του αριστερού. Και αυτή η στάση μπορεί να είναι αντιφιλελεύθερη επειδή ακριβώς αναγνωρίζει ότι ο σημερινός «φιλελεύθερος» κώδικας (η οικονομική διακυβέρνηση του κόσμου μέσα από την γενίκευση του πνεύματος του ανταγωνισμού) αποστρέφεται τις καλύτερες επινοήσεις της μοντέρνας φαντασίας όπως τη διάκριση δημόσιου- ιδιωτικού, την προτεραιότητα της ελευθερίας έναντι της «χρησιμότητας», την κριτική που ασκήθηκε ήδη από το 1800 σε αντιλήψεις κοινωνικής μηχανικής και σχήματα δεσποτικού ορθολογισμού. Η αριστερή κριτική στον φιλελευθερισμό γίνεται εν τέλει πιο αξιόπιστη ως συνομιλία με όλες εκείνες τις γλώσσες που απωθούνται, λησμονούνται ή καταστρέφονται στις σημερινές «φιλελεύθερες» δικτατορίες.

Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2011

Βιβλιογραφία

Pierre Dardot και Christian Laval, «Η κατασκευή ενός νεοφιλελεύθερου ατόμου», Ενθέματα, Κυριακάτικη Αυγή, 20- 02- 2011 [εδώ]

Νικόλας Σεβαστάκης, «Ο νεοφιλελεύθερος Λόγος του Κόσμου», στο ίδιο αφιέρωμα [εδώ]

Wendy Brown, Les habits neufs de la politique mondiale. Néoconservartisme et néoliberalisme, Παρίσι, Les prairies ordinaries, 2007

Jean Pierre Le Goff, La démoctatie post-totalitaire, Παρίσι, La Découverte, 2002

Gianni Vattimo, Introduction à Heidegger, Cerf, 1985.

Jean-Claude Michéa, Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για τον φιλελεύθερο πολιτισμό, Αθήνα, Πόλις, μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης, 2008.

Dany-Robert Dufour, Le Divin Marché. La révolution culturelle libérale, Παρίσι, Denöel, 2007



Σχολιασμός στην αρχική ανάρτηση

Σχόλιο από :Γ.Παγιασλής


Με χαρά βλέπουμε επιτέλους μια προσπάθεια διαπραγμάτευσης του φιλελευθερισμού μέσα από σφαιρική κριτική η οποία είναι έτοιμη να δει τα πολλαπλά επίπεδα και τις πολλαπλές όψεις. Ξεφεύγουμε επιτέλους από την διαπραγμάτευση ενός υποτιθέμενου συμπαγούς φιλελευθερισμού.

Συγκρατώ την νομιμοποίηση του όρου και του περιεχομένου του «αριστερού φιλελευθερισμού» ,και την έννοια της ιδιοποίησης στην συγκρότηση του δικού σας όρου του αντιφιλελευθερισμού ο οποίος , ας μου επιτραπεί , λόγω της sui generis κατασκευής να τον δω ως «αντιφιλελευθερισμό»

Πράγματι το κείμενο βάζει το πλαίσιο της συζήτησης στην ορθή βάση. Τούτου δοθέντος όμως ας μου επιτραπούν μια σειρά από αντιρρητικά ή συμπληρωματικά σχόλια, τα οποία ελπίζω να κατανοηθούν στην παραγωγική τους διάσταση.

1.-Το θέμα στην Ελληνική ιδεοκίνηση δεν είναι τόσο απλό, καθώς ο τυπικά φιλελεύθερος χώρος δεν έχει καμία παιδεία φιλελευθερισμού, αγνοεί τα τεκταινόμενα και τα ιστορικά του «χώρου». Αυτό δημιουργεί το παράδοξο η αριστερά ξιφουλκεί εναντίον κάποιου ο οποίος δεν θέλει να υπερασπιστεί αυτό για το οποίο εγκαλείται. Αυτό σημαίνει πως το φαινόμενο του φιλελεύθερου γαλαξία ιδεών στη δική μας περίπτωση δημιουργεί ένα ενδιαφέρον κενό. Το κενό του φιλελευθερισμού εν συνόλω. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ αλλά αυτό εγείρει πολλά ζητήματα απτής πολιτικής.

2.-Η καχεξία του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα, ορίζει και μια συγκεκριμένη πρόσληψη της φιλελεύθερης γενεαλογίας με ένα τρόπο που δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στους πιο σύγχρονους φιλελεύθερους Hayek, Nozick, Ayn Rand . Tο έργο τους ταυτοποείται και περιορίζεται με τις πολιτικές τους επιλογές, κατά τρόπο που δεν έχει γίνει τους Heidegger, Karl Schmit .Παραβλέπεται πως ο «αντισοσιαλισμός» τους είναι αντίθεση προς την σοβιετική εκδοχή.

Ωστόσο εντός του έργου αυτού υπάρχουν σοβαρές αντιφάσεις, αλλά και ιδέες που αφορούν την αριστερά. Ο Ζιζεκ εκθειάζει συνεχώς τη συνέπεια της Ayn Rand η οποία , στον αντίποδα με τον Χαγιεκ, προκρίνει ένα καθολικό φιλελευθερισμό που διαβρώνει τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας .Όμως και στον Νοζικ υπάρχουν απόλυτη συνηγορία για τις εναλλακτικές μορφές οικονομίας, την ύπαρξη των οποίων θεωρεί ως απαραίτητο συστατικό μιας φιλελεύθερης κοινωνίας. Τέλος στον Χαγιεκ μπορούμε να βρούμε ισχυρότατες συνηγορίες της υπέρ της κοινωνίας πολιτών, αλλά και την υποστήριξη των αξιών ως αυτόνομου χώρου της κοινωνικής οργάνωσης, στον αντίποδα του οικομικο τεχνικού συμπλέγματος που επικρατεί σήμερα

3.-Στην συλλογιστική σας κάνετε μια άμεση σύνδεση ανάμεσα στις φιλελεύθερες ιδέες και τον υπαρκτό «φιλελευθερισμό». Επιτρέψτε μου να διατηρώ μερικές αντιρρήσεις.
Ο υπαρκτός φιλελευθερισμός έχει προφανώς σχέση με τις φιλελεύθερες ιδέες , όμως όπως έχει σχέση και ο Μαρξ με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Δηλαδή η κρυστάλλωση του κυρίαρχου πλάσματος της εξουσίας αντλεί δυνάμεις από το ιδεολογικό οπλοστάσιο, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που συνδιοργανώνουν το τελικό αποτέλεσμα.
Σωστά επισημαίνετε ότι η σημερινή γλώσσα της εξουσίας πηγάζει και από πηγές αριστερού προσήμου, αλλά η σημερινή «αποπνευμάτωση» του κόσμου είναι αποτέλεσμα πολύ ευρύτερο από το να αποδοθεί στον φιλελευθερισμό. Αν παρακολουθήσουμε τον Χάγιεκ τότε ο σημερινός κόσμος είναι τελικά αντιφιλελεύθερος γιατί ακριβώς εδράζεται μονόπατα στην οικονομία ,και απουσιάζουν τα ηθικά και αξιακά ερείσματα, για τα οποία ο συντηρητικός Χάγιεκ θεωρεί απαραίτητο συστατικό της πολιτειολογίας του.
Ο σημερινός κόσμο, τον οποίο θαυμάσια αναλύετε στα βιβλία σας, πάσχει από «αποπνευμάτωση» δηλαδή μια υπερτροφία του οικονομίας και της τεχνικής, τις οποίες σωστά ανιχνεύετε σε μια Χαιντεγκεριανή «τεχνική» και η οποία είναι εμπεριέχει και σμήνη ιδεών του φιλελευθερισμού, αλλά δεν είναι μονοσήμαντο αναπόδραστο αποτέλεσμα του συμπαγούς φιλελευθερισμού.

Επανέρχομαι στην ορολογία σας του «αντιφιλευθερισμού». Συμφωνώ και υπερθεματίζω για την τεκμηρίωση του (ιδιοποίηση και απόσταση) ,ας μου επιστραφεί να συνεισφέρω τον όρο «υπερφιλελευθερισμό» που εισάγει ο Romberto Unger, και εκφράζει ακριβώς την έννοια της υπέρβασης του

Τέλος θα ήθελα να σημειώσω πως το κομμάτι της ιδιοποίησης εξ’ αριστερών ,του εγχειρήματος του «αντιφιλευθερισμού» ( ας μου επιτραπεί η προτίμηση στον όρο αριστεροφιλελεύθερη σύνθεση) σας πρέπει να συνεχιστεί . Ήδη στην διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει ένα σημαντικό υλικό πραγματικά άγνωστο.

Ειδικά δε στην Ελλάδα η παραλυτική σχεδόν ισχνή, λυμφατική σχέση των Ελιτ με ένα συνεπή ιδεολογικό φιλελευθερισμό, δημιουργεί μια μοναδική συγκυρία, η οποία φοβάμαι δεν έχει κατανοηθεί πλήρως τόσο ως ευκαιρία όσο και ως κίνδυνος. Το ότι η δεξιά και οι κυρίαρχες Ελιτ στην Ελλάδα παριστάνει τον φιλελευθερισμό , δεν αρκεί για να το χάψουμε.

Με εκτίμηση.

Σχόλιο από : Ν. Σεβαστάκης :

Ευχαριστώ για τις σκέψεις σας και τον τρόπο του σχολιασμού που φανερώνει μια διάθεση ουσιαστικής συνομιλίας. Παρακολουθώ το LLS και εκτιμώ την πνευματική ανησυχία και την προσπάθεια να αναζητηθούν γέφυρες σε δύσκολα σημεία. Στο κείμενο επισημαίνω κυρίως δυο ζητήματα: το πρώτο αφορά το πως προσεγγίζουμε τον φιλελευθερισμό. Η θέση μου είναι μια διπλή αποστασιοποίηση, τόσο απο την αναγωγή του στον εμπειρικό υπαρκτό τρόπο διακυβέρνησης στη Δύση όσο και απο την απογειωμένη και ακαδημαϊκή του σύλληψη ως ενός συνόλου κανονιστικών αρχών γύρω από την ελευθερία, την ισότητα, τα δικαιώματα κλπ.


Το δεύτερο σημείο αφορά την πολλαπλότητα των φιλελεύθερων αναφορών μέσα στην ιστορία και ειδικά το ποια είναι η ταυτότητα του κυρίαρχου καθεστώτος ιδεών- αξιών το οποίο παρουσιάζεται σήμερα ως ’φιλελεύθερο’ ή ’μοναδική ορθή σκέψη’. Σχηματικά, προτεινω να διαβασουμε αυτή την ταυτότητα ως μια αναβίωση των πιο συντηρητικών πλευρών του ’φιλελευθερισμού των ελίτ’, του φιλελευθερισμού ως μιας τεχνολογίας για τη διακυβέρνηση του κοινωνικου σώματος. Θέλετε να τον πείτε φιλελευθερισμό της δεξιάς, κανένα΄πρόβλημα. Όταν ο Francois Guizot μιλούσε για την πολιτική ως ’’υγιεινή του κοινωνικού σώματος’’ προανανήγγειλε ήδη αυτό τον φιλελευθερισμό της αντι-δημοκρατίας με όλα του τα γνωρίσματα, την σαφέστατη ολιγαρχική προδιάθεση, την περιφρόνηση προς το κοινωνικό ζήτημα, την τεχνικο-διοικητική γλώσσα εις βάρος της κριτικής γλώσσας κλπ

Τα ζητήματα, ιστορικά και ιδεολογικά, είναι τεράστια και εγώ απλώς προσπάθησα να υποβάλλω μια σκέψη όχι να απαντήσω σε απορίες που με υπερβαίνουν...

Σας χαιρετώ

Με εκτίμηση

Νικόλας Σεβαστάκης

Σχόλιο από: Γ.Παγιασλής :


Όντως τα ζητηματα αυτά είναι αρκετά περίπλοκα.

Ωστόσο επιτρέψτε μου να δω στο κείμενο σας , την πρώτη επαρκή τοποθέτηση και ταξινόμιση της σχετικής συζήτησης, για όσο καιρό τουλάχιστον εγώ παρακολουθώ την σχετική ιδεοκίνηση

Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Χωρίς αυτό το πλαίσιο η σχετική συζήτηση θα ήταν χαοτική ή τουλάχιστον καθόλου παραγωγική.

Καλή συνέχεια!