Ακριβώς 50 χρόνια (γθρισμένη το 1960) πρίν ο Ορέστης (Σταυρίδης) συναντά τον Μπρίλη (Γκιωνάκη) και από εκεί οι διάλογοι επέχουν θέση «ευαγγελίου».
Γιατί όμως η σκηνή έγινε κλασσική.
Οποιος την μελετήσει καλά θα διαπιστώσει πως έχουμε κωμωδία γιατί συγκρούεται ενας αυθεντικά ορθολογικά άνθρωπός ο Μπρίλης,με ένα εμμονικό παρανοικό Ορέστη.
Ναι φίλε μου ο Γκιωνάκης Μπρίλης είναι ο ορθολογιστής,ο ήρεμος,ο υγειής.Είναι λίγο βραδύνους,αλλά το μυστικό είναι ότι ξέρει,γνωρίζει καλά την βραδύτητα του.Και τι κάνει;
Ελέγχει διαρκώς τα αυτονόητα,τις στερεοτυπικές προυποθέσεις,τα άρρητα προαπαιτούμενα.
Δεν έχει σημασία η ιδιορρυθμία του,η «φάση» του,έχει σημασία ότι έχει πλήρη συνείδηση της κατάστασης του και γι΄αυτό προσπαθεί να αποφύγει το λάθος.
Από την άλλη ο φουρίοζος,ο εμμονικός,ο ξερόλας Ορέστης.Τα έχει όλα φιαγμένα στο κεφάλι του πριν αυτά συμβούν.
Η κλασσική σκηνή είναι αυθεντική γιατί δεν θίγει τον γλυκύ Μπρίλλη,αλλά τον δύστροπο Ορέστη.Το γέλιο δεν προέρχεται από τον νεοκυνισμό του συρμού που προσπαθεί να διασείρει τον θεωρητικά αδύνατο (είδος που απογείωσε η λουμπενοκουλτούρα Αναστασιάδη,Περρή,Reality Show κλπ) αλλά από την ιδιοφυή αντίστιξη του ράθυμου ορθολογισμού με τον αστικό εγκλεισμό
Δεν παραθέτω το video που ευρίσκεται εύκολα στο Youtube,αλλα τον αυθεντικό διάλογο.
Καλή Χρονιά !!! σε όλους με τα μυαλά του Μπρίλλη απέναντι στα αυτονόητα του Ορέστη.
ΟΡΕΣΤΗΣ (ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ): Ποιος είναι εδώ;
ΜΠΡΙΛΗΣ (ΓΚΙΩΝΑΚΗΣ): Εμείς οι δύο!
ΟΡΕΣΤΗΣ: Να και οι τσαχπινιές...
ΜΠΡΙΛΗΣ: Τι θέτε; Θέτε τίποτα;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Έχεις μια πορτοκαλάδα ρε;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Πορτοκαλάδα θέτε;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ναι.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Από πορτοκάλια;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Όχι, από μούσμουλα.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Καλό!!!
ΟΡΕΣΤΗΣ: Να που το ρίξαμε κι οι δυο στις τσαχπινιές και πως θα βγάλουμε άκρη. Φέρε μια πορτοκαλάδα ρε.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Πορτοκαλάδα θέτε;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Πορτοκαλάδα, λεμονάδα...
ΜΠΡΙΛΗΣ: Λεμονάδα θέτε;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Άντε, λεμονάδα.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Από λεμόνια;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ώρε τι θα γίνω εγώ με δαύτον! Ρε, έχεις μια γκαζόζα;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Γκαζόζα θέτε;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Γκαζόζα, σόδα ό,τι να΄ναι.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Σόδα θετε;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Βρε τι θα γίνω εγώ με σένα;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Μια μου λέτε πορτοκαλάδα, μια λεμονάδα, μια σόδα, τι θέτε τέλος πάντων;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Άκου εδώ. Μια κι έξω: πορτοκαλάδα!
ΜΠΡΙΛΗΣ: Πορτοκαλάδα θέτε;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Α!...σταμάτα μην το πάμε πάλι απ΄την αρχή.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Να σας δώκω...
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ρε, συ. Ποιός καθόταν εδώ;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Πού;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Σ' αυτό εδώ το τραπέζι.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Κανένας. Κάθονται στο τραπέζι οι άνθρωποι;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ποιός καθόταν εδώ μωρέ;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Στο τραπέζι;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Όχι, στις καρέκλες.
ΜΠΡΙΛΗΣ: Α, στις καρέκλες, μάλιστα. Αλλά εσείς μου λέτε στο τραπέζι. Στο τραπέζι δεν κάθονται οι άνθρωποι.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Βρε πανάθεμα τον. Βρε λεβέντη μου, σ' αυτές εδώ τις καρέκλες, που είναι και οι δύο πορτοκαλάδες, ποιοί κάθονταν;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Ποιοί κάθονταν;
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ναι!
ΜΠΡΙΛΗΣ: Δεν ξέρω.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Πώς δεν ξέρεις;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Που θέλετε να ξέρω. Δεν ήμουνα εδώ... Αλλά πάλι, δυο πορτοκαλάδες... Ε, δυο θα ήτανε... ζευγαράκι θα 'τανε!
ΟΡΕΣΤΗΣ: Και δε μου λες; Αυτό το ζευγαράκι που καθότανε εδώ, που στο διάλο έχει πάει τώρα;
ΜΠΡΙΛΗΣ: Ε, ζευγαράκι είναι. Θα έχει πάει κατά τα πευκάκια. Τα ζευγαράκια τραβάνε τη μέρα κάτω από τα πευκακια και το βράδυ κατά την αμμουδιά.
ΟΡΕΣΤΗΣ: Ώστε έτσι λοιπόν τα ζευγαράκια. Είτε μέρα είναι είτε νύχτα, την κουτσουκέλα τους θα την κάνουνε...