Η Εφημερίδα των Συντακτών
έχει μια ενδιαφέρουσα σειρά παρεμβάσεων με τίτλο "Αριστερά πρώτη δύναμη: και
τώρα τι;". Από τη σειρά είδα δυο παρεμβάσεις οι οποίες έχουν μια ιδιαίτερη
αξία: του προσκείμενου στο ΚΚΕ Γ.Μαργαρίτη και του προσκείμενου στον Συριζα Κ.Τσουκαλά
Το ενδιαφέρον
είναι ότι ο Μαργαρίτης κάνει μια πολύ πιο διαυγή και μεθοδολογικά επίκαιρη ανάλυση .Αντίθετα στο κείμενο του Κ.Τσουκαλά υπάρχουν μια σειρά από επιχειρήματα με ένα κειμενικό τέχνασμα , ως εάν
να προσπαθεί να τεκμηριώσει ένα συμπέρασμα κυριολεκτικά δια της τεθλασμένης.
Ο Γ.Μ. ορθά και εύλογα
πριν απαντήσει στο ερώτημα , ανατοποθετεί ένα θεμελιακό ερώτημα: Τι ονομάζεται
" αριστερά";
Η απάντηση του
είναι σαφής:
Ονομάζει
αριστερά το ιδεολογικό πολιτικό ρεύμα που θεμελιώνεται στη μαρξιστική παράδοση
και ανάλυση και κυρίως στην "εργασιακή θεωρία της αξίας". Επομένως
κινήματα που προκρίνουν προγράμματα, επιχειρηματικότητας που αρρήτως αποδέχονται
τον "ανταγωνισμό" και δεν προτάσσουν
το καθολικό αίτημα για σύγκρουση με το νόμο της αξίας (στην μαρξιστική
ανάγνωση) δεν είναι αριστερά. Ο Μαργαρίτης επεκτείνει την ανάλυση του για τα ευρωπαϊκή
τεκταινόμενα και με βάση το δικό του κριτήριο αποσυνδέει τον Συριζα από την
"αριστερά". Ανεξάρτητα με το αν υιοθετεί κανείς όλη την ανάλυση του ΓΜ αυτή είναι ριζική και
ιστορική γιατί δεν δραπετεύει από το θεμελιακό ερώτημα.
Αντίθετα στο
κείμενο του Τσουκαλά υπάρχει μια περίτεχνη αφήγηση, μέσω μιας επεξεργασμένης
γλώσσας, η οποία χωρίς να το ονοματίζει προκρίνει μια «ασταθή συμμαχία του
Συριζα με τις δυνάμεις της μεταπολιτικής
σούπας» . Το κείμενο του ΚΤ είναι χαρακτηριστικό δείγμα ενός ρεύματος που
ουσιαστικά προετοιμάζει τον «Ιστορικό
Συμβιβασμό» όχι στην Μπερλιγκουεριανή ρητή αναφορά αλλά στην ελληνική «άρρητη»
υπαινικτική εκδοχή της. Ας δούμε πως η
περίτεχνη «τεχνική» γλώσσα του ΚΤ ψηλαφεί , οριοθετεί συνεχώς τον «συμβιβασμό»
αλλά δεν θέλει να τον "αναλάβει".
Κατ’ αρχάς ο ΚΤ απορρίπτει την έννοιας της
«γενικής βούλησης» , ως εκλογικό
αποτέλεσμα την οποία εκτιμά ως οντολογικά πλασματική. Όπως αναφέρει «αντίθετα
αυτό που υπάρχει είναι η «λαϊκή ετυμηγορία ως εκφορά». Ο ΚΤ κάνει μια δημιουργική μεταφορά
του προβληματισμού για την διαφορά «ομιλίας- εκφοράς» από το ατομικό στο συλλογικό
επίπεδο. Έτσι περιορίζει τις εκλογές στο αυθεντικό, ιστορικά και κρατικά
προσδιορισμένο περιεχόμενο τους που είναι η εκλογή και απαρίθμηση
ευρωβουλευτών. Επομένως το μόνο που τεκμαίρεται είναι ότι « ο σταθερός
μεταπολιτευτικός δικομματισμός έχει εκπνεύσει». Η απόρριψη είναι επιγραμματική σχεδόν αφοριστική: «Ακόμα
και αν «ομιλεί», ο λαός δεν «αποφαίνεται»» .Η ανάδειξη της διαφοράς «εκφοράς –
απόφανσης» είναι οριακή καθώς μεταφέρει τον προβληματισμό που αφορά
άτομα υποκείμενα σε συλλογικότητες. Η μεταφορά του ΚΤ γίνεται για να αποδείξει ότι η συγκεκριμένη «ομιλία»
( εκλογές) δεν είναι φωνητική εκφώνηση
αλλά ιστορικά και κρατικά αυστηρά προσδιορισμένη διαδικασία, η οποία δεν
δύναται ούτε να «ομιλήσει» ούτε να «αποφανθεί» αλλά να επιλέξει ευρωβουλευτές. Στην
γραμμή της Ντερινταικής κριτικής ενός συλλογικού «φωνοκεντρισμού» ο ΚΤ συνεχίζει.
Περιγράφει το σύγχρονο πολιτικό παιχνίδι ,για το οποίο «το
κύριο χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι η στρατηγική αμηχανία και
αβεβαιότητα όλων (bold LLS) των παικτών». Στην ανάλυση της αστάθειας του
παιγνίου ο ΚΤ δεν διασαφηνίζει ποτέ αν σε αυτό περιλαμβάνεται ή όχι η Συριζαική
αριστερά. Οι έννοιες Δεξιά , Αριστερά οι
οποίες σύμφωνα με τον ΚΤ σχετικοποιούνται και ρευστοποιούνται σήμερα, δεν
ευρίσκονται σε εισαγωγικά ,η δε ανάπτυξη της σχετικής παραγράφου γίνεται ως εάν
η πλαστικότητα του πολιτικού παιγνίου αφορά και την αριστερά. Μπορούμε
υποθέσουμε ότι αυτό είναι μια ασάφεια του κειμένου καθώς στην συνέχεια , του
κειμένου η Αριστερά φαίνεται να είναι ο σταθερός εμμενής πόλος εκτός του
«συνεχούς ιμάντα Möbius .(1)
Ο ΚΤ συνεχίζει όμως με μια τοπολογική μετατόπιση. Ενώ το τοπολογικό πολιτικό
συνεχές κατ’ αρχάς ορίζεται ως ο χώρος
του δικομματισμού , αυτό γίνεται ο τόπος όλου του πολιτικού παιγνίου : «Σε
αυτά ακριβώς τα πλαίσια καλείται να παίξει τον ιστορικό της ρόλο η Αριστερά»
.Συνεχές , άμορφος, ρευστός δεν είναι ο χώρος του δικομματισμού αλλά όλος ο
τόπος της πολιτικής δηλαδή περιλαμβάνει και την Αριστερά. Με την τοπολογική
αυτή μετατόπιση δεν είναι η «βούληση» της αριστεράς που την ωθεί σε
συμβιβασμούς αλλά ο τόπος εντός του οποίου
λειτουργεί. Έτσι η ενδεχόμενη
κυβέρνηση της «σταθερής» αριστεράς θα
συνεργαστεί αναγκαστικά με τους «πόλους της μεταπολιτικής σούπας» , δηλαδή τους
«υπερβατικούς» οι οποίοι δεν κατονομάζονται . «Ελιά» «Ποτάμι»; (ερωτήματα LLS). Το
αναγκαστικό αυτό ενδεχόμενο ο ΚΤ προσομοιάζει με «τετραγωνισμό του κύκλου»
γιατί η «σταθερή αριστερά» θα συμβιβάζεται με τους «ασταθείς» δηλαδή θα βρεθεί
σε ένα πλαίσιο ευνοϊκότερο για τον αντίπαλο. Δηλαδή στην ανάπτυξη του κειμένου
ο ΚΤ μάλλον οριοθετεί τον προσανατολισμό της αριστεράς με βάση ένα εξωτερικό
κριτήριο καθώς την τοποθετεί κατά βούληση άλλοτε εκτός και άλλοτε εντός του ιμάντα Möbius
Ποιό είναι το αντίβαρο που καλεί ο ΚΤ στην περίπτωση αυτή
;Μα η «αριστερή ψυχή» δηλαδή μια ηθική στάση συνέπειας, «χρηστής» διαχείρισης όπως
εύστοχα σημειώνει ο Γ.Μαργαρίτης.
Έτσι ο ΚΤ προκρίνει τον ιστορικό συμβιβασμό μέσω του εξής
κειμενικού τεχνάσματος : Η Αριστερά είναι μια ηθική δύναμη, η οποία εκτός
εξουσίας δεν γνωρίζει το συνεχές, αλλά εντός εξουσίας εμπλέκεται στην
ρευστότητα, «στους συμβιβασμούς και τις συνθέσεις» γιατί αυτός είναι ο τόπος της
πολιτικής (όχι μόνο του τεθνεώτος δικομματισμού). Με μια διπλή περιγραφή του
συνεχούς άλλοτε ως ουσία του δικομματισμού άλλοτε ως τελικό τόπο του πολιτικού
παιγνίου , ο ιστορικός συμβιβασμός γίνεται τυπικός, απογυμνωμένος από βούληση.
Η αρχική μεταφορά για την συλλογική διαφορά «απόφανσης- εκφοράς» παίρνει μια νέα διάσταση: δεν αποφαινόμαστε
για τον συμβιβασμό απλά τον ορίζουμε τεχνικά , ως αναπόφευκτο συγχρονισμό που
επιβάλλεται από τον τόπο της πολιτικής
δηλαδή απλώς τον εκφέρουμε .
Ο ΚΤ αποτελεί ένα πολύτιμο πνευματικό πρόσωπο με
θεμελιακές συνεισφορές στην σύγχρονη κοινωνική επιστήμη. Πολύ φοβάμαι ότι στην
συγκεκριμένη περίπτωση επιστρατεύει ένα
βαρύ πνευματικό κεφάλαιο με μια περίτεχνη λογική, απλώς για να περιγράψει
υπαινικτικά κάτι που ίσως ο Συριζαικος περίγυρος επεξεργάζεται αλλά δεν θέλει
ρητά να ομολογήσει: τον ιστορικό συμβιβασμό. Προσοχή, όμως αυτά είναι
τεχνάσματα γνωστά ήδη από την υπόθεση Sokal( 2).
Δεν είναι κρίμα σεβαστέ καθηγητή;
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Ακόμα και αν
«ομιλεί», ο λαός δεν «αποφαίνεται». Η ιδέα της γενικής βούλησης δεν είναι παρά
μια πλασματική κατασκευή. Με αυτή την έννοια, η «λαϊκή ετυμηγορία» δεν είναι
ούτε πραγματικά συλλογική ούτε κατά κυριολεξίαν βούληση. Δεν είναι ούτε
υπεύθυνη ούτε συνεπής ούτε ορθολογική ούτε αντιφατική ούτε «σοφή» ούτε
εσφαλμένη! Απηχώντας συνεχώς μεταβαλλόμενες συγκυρίες αρκείται στο να
εκφέρεται. Δεν εκφράζει ούτε «κοινή» βούληση σταθερότητας ούτε «κοινή» βούληση
ανατροπής. Έτσι, το κύριο «μήνυμα» των εκλογών είναι η υπέρβαση των παγιωμένων
ισορροπιών: Αθροιστικά, οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις που εναλλάσσονταν
ιστορικά στην εξουσία έχασαν σχεδόν τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων τους. Ο σταθερός
μεταπολιτευτικός δικομματισμός έχει εκπνεύσει.
Κύριο
αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η αναγκαιότητα σύμπηξης ετερόκλητων
κυβερνητικών συνασπισμών ή, όπως κατά κόρον τονίζεται από τους ζηλωτές της
σταθερότητας, η ανάδυση μιας «κουλτούρας» πολιτικών συνεργασιών και συνεργειών.
Οι όροι λειτουργίας του πολιτικού παιγνίου αναθεωρούνται ριζικά. Αυτό όμως δεν
είναι προϊόν συνειδητής, «ελεύθερης» και «ώριμης» λαϊκής επιταγής, αλλά το
αποτέλεσμα ενός αδόκητου και απρόβλεπτου κατακερματισμού των πολιτικών
εκπροσωπήσεων. Το κύριο χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι η στρατηγική
αμηχανία και αβεβαιότητα όλων των παικτών.
Πράγματι, το
εξουσιαστικό παίγνιο δεν διεξάγεται πλέον πάνω στη βάση των εσωτερικευμένων
κανόνων, όπου οι δύο παρατάξεις συναποδέχονται τους άρρητους όρους εναλλαγής
τους στην άσκηση μιας πολιτικής εξουσίας που, ακόμα και αν «χαθεί», θα
ανακτηθεί και πάλι με βεβαιότητα στο προσεχές μέλλον. Όταν οι παίκτες
πολλαπλασιάζονται και οι εκλογικές πελατείες αποδιαρθρώνονται, ανατρέπονται οι
συμμαχίες, συντέμνονται οι χρόνοι και μετασημασιολογούνται οι πολιτικές λέξεις
και τα πολιτικά νοήματα.
Σε τέτοιες
μεταβατικές εποχές οι περισσότερες πολιτικοϊδεολογικές διαζεύξεις τείνουν
λοιπόν να μετατοπίζονται αποφασιστικά. Μπροστά στην ανάγκη σύμπηξης ετερόκλητων
και συχνά θνησιγενών συμπράξεων, όλο και περισσότεροι παίκτες τείνουν να
αποστασιοποιούνται από την παραδοσιακή πρόσληψη και αυτοτοποθέτηση όλων των
πολιτικών δυνάμεων κατά μήκος ενός σαφούς, εσωτερικευμένου τοπολογικού
«συνεχούς» που αντιπαραθέτει τη Δεξιά με την Αριστερά. Ακόμα και οι μεγάλες
πολιτικές λέξεις που άκουγαν στο όνομα σοσιαλισμός, σοσιαλδημοκρατία, εκσυγχρονισμός
ή ακόμα και «συντήρηση» ή «ανατροπή» φαίνεται να χάνουν τη νοηματική και
συμβολική τους αρτιότητα. Και το ίδιο συμβαίνει κατά μείζονα ίσως λόγο σε ό,τι
αφορά τις τοπολογικά οριζόμενες κατασκευές που ονομάζονταν «κέντρα», «μεσαίοι
χώροι», «κεντροδεξιές» και «κεντροαριστερές». Η συμβολική και επικοινωνιακή
εμβέλεια όλων των κατεστημένων «συσπειρώσεων» και «παρατάξεων» αποδυναμώνεται
γοργά.
Μοιραία λοιπόν
οι άρρητες «συναινέσεις» που οριοθετούν τα Κοινωνικά Συμβόλαια αλλάζουν μορφή
και περιεχόμενο. Στο πλαίσιο της «δικομματικής σταθερότητας» οι επίσημοι
μνηστήρες της εξουσίας μπορούσαν να κρύβουν την ανομολόγητη σύγκλισή τους για
τα θεμελιώδη πίσω από τη θεατρική ρητορεία της απόλυτης ιδεολογικής
ασυμβατότητας. Αντιθέτως, η αναδυόμενη «πολυκομματική σταθερότητα» οδηγεί
προοπτικά στη ριζική αποϊδεολογικοποίηση των αντιθέσεων ανάμεσα στους εν
δυνάμει κυβερνητικούς εταίρους. Οι αναγκαίες τακτικές συμμαχίες οργανώνονται
πλέον στο όνομα της ανάγκης, της πατρίδας ή απλώς της κυβερνησιμότητας. Η
ρητορική αντιπαράθεση ανάμεσα στο κατεστημένο και στον λαό, στους έχοντες και
τους μη έχοντες, στους αποκλεισμένους και στην ελίτ είναι εφεξής ανάρμοστη και
«αντιπαραγωγική». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι τείνει πλέον να απαξιώνεται ως
παρωχημένα «λαϊκιστική». Εις πείσμα των αντιθέσεών τους, τα κόμματα του
«ευπρεπούς τόξου» ανταγωνίζονται μεταξύ τους επικαλούμενα την αφετηριακή τους
συνεργασιμότητα.
Υπό τους όρους
αυτούς, οι ιδεολογικές «πολυκατοικίες» της εποχής του δικομματισμού δίνουν τη
θέση τους σε μια άμορφη εν δυνάμει συνοίκηση όλων των μνηστήρων που
συναποδέχονται αφετηριακά το συνεργατικό παίγνιο. Η ιστορική διάζευξη Δεξιάς
και Αριστεράς θα κρυφτεί πίσω από την αντιπαράθεση ανάμεσα στην ευθύνη και την
ανευθυνότητα, τη σοβαρότητα και τη γελοιότητα. Φαίνεται να εγκαινιάζεται μια
νέα πολιτική τοπολογία όπου, όπως συμβαίνει στον «συνεχή» και κυκλικό ιμάντα
του Moebius, όλοι οι σοβαροί παίκτες μπορεί να βρίσκονται εν δυνάμει και
ταυτοχρόνως εδώ και εκεί, κοντά και μακριά, δεξιά και αριστερά, μπρος και πίσω,
πάνω και κάτω. Σε αυτήν ακριβώς τη μεταλλαγή ανταποκρίνονται τα αλληγορικά ή
ποιητικά ονόματα που εμφανίζονται πλέον συχνά στο προσκήνιο (ελιές, ποτάμια,
αστέρια, γέφυρες, χείμαρροι, αναστάσεις, ανατάσεις, ανατάξεις ή ό,τι άλλο ήθελε
προκύψει). Η ιστορικά φορτισμένη πολιτική συμβολική του παρελθόντος εμφανίζεται
πλέον περιττή. Πάνω στην «ευπρόσδεκτη» κινούμενη ιδεολογική άμμο, κανείς δεν
χρειάζεται να δηλώσει δεξιός ή αριστερός, συντηρητικός ή προοδευτικός,
σοσιαλιστής ή εκσυγχρονιστής. Μετά το «τέλος της Ιστορίας» και της
«ιδεολογίας», η «καλή διακυβέρνηση» και μαζί με αυτήν η «καλή πολιτική» δεν
συμφέρει να έχει σαφές ιδεολογικό στίγμα. Στη θέση της επικίνδυνης αλλαγής προτάσσονται
ανώδυνες πραγματιστικές «καινοτομίες». Στο μέτρο που κανείς δεν μπορεί να
ορίσει το τι «είναι» νέο, όλοι είναι σε θέση να το επικαλούνται αζημίως!
Σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια καλείται να
παίξει τον ιστορικό της ρόλο η Αριστερά. Εχοντας αναδειχθεί πρώτο κόμμα,
καλείται να ανατρέψει τους συσχετισμούς και να πετύχει τις ρήξεις που
ευαγγελίζεται. Η ίδια η επιτυχία της δεν της επιτρέπει να επαναπαυθεί στις
δάφνες της παραμένοντας απλό κίνημα διαμαρτυρίας. Είναι λοιπόν υποχρεωμένη να
κάνει ό,τι δυνατόν για να κατακτήσει την πολιτική εξουσία και να εφαρμόσει το
πρόγραμμά της με δημοκρατικά μέσα σε ένα ασταθές και πολυδιασπασμένο πολιτικό
σκηνικό όπου δεν έχει την πλειοψηφία. Αλλωστε, οι περισσότεροι από τους
ψηφοφόρους της δεν έχουν καμία ιδεολογική ταύτιση με τις ιδέες της ιστορικής
Αριστεράς. Εκφράζουν πρωτίστως την απελπισία και την οργή των πολιτών που δεν
βλέπουν διέξοδο για τα σωρευόμενα αδιέξοδα. Τουλάχιστον επί του παρόντος, η
αριστερή κυβέρνηση που μπορεί να προκύψει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση
δεν θα είναι σε καμία περίπτωση το προϊόν μιας ήδη εμπεδωμένης ιδεολογικής
ηγεμονίας. Και με αυτή την έννοια, η
επιβίωσή της προϋποθέτει τη δυνατότητά της να επινοήσει πολιτικές συμμαχίες και
συμπλεύσεις που δεν μπορεί παρά να είναι ασταθείς. Και γι’ αυτόν
ακριβώς τον λόγο οι συμμαχίες αυτές θα είναι εξαιρετικά ευάλωτες στις
αμείλικτες επιθέσεις με όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, που θα δεχθεί από τους
αντιπάλους της. Μολονότι λοιπόν στο
πλαίσιο της πολυκομματικής και μεταϊδεολογικής σούπας, οι αναγκαίες αυτές
«συμμαχίες» εμφανίζονται βραχυπροθέσμως εφικτές, μπορεί ανά πάσα στιγμή να
ανατραπούν, ίσως μάλιστα πιο εύκολα από ό,τι συνάπτονται!
Και εδώ ακριβώς
εντοπίζεται η εγγενής δυσκολία ενός εγχειρήματος που θυμίζει τετραγωνισμό του
κύκλου. Από τη μια μεριά, εις πείσμα ή ίσως και εξαιτίας των σωρευόμενων
αβεβαιοτήτων, η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να διατυπώσει ένα συγκροτημένο και
μακρόπνοο σχέδιο συμμαχιών πάνω στη βάση ενός ελάχιστου κοινού προγράμματος
ρήξης με τις τρέχουσες πολιτικοοικονομικές επιλογές. Στο πλαίσιο ενός εγγενώς
ασταθούς, κατακερματισμένου και ιδεολογικά πτερόεντος συστήματος δεν έχει άλλη
επιλογή από το να κινείται με πραγματιστικά κριτήρια. Είναι σαφές πως ακόμα και με το (έωλο) «μπόνους» των πενήντα εδρών,
η επίτευξη, και πολύ περισσότερο η συντήρηση, μιας βιώσιμης κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας δεν είναι εφικτή παρά ως προϊόν συνεχών διαπραγματεύσεων,
υποχωρήσεων και συνθέσεων.
Από την άλλη
μεριά όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναγκαία αυτή τακτική ευελιξία απειλεί
να αλλοιώσει και να νοθεύσει την εξίσου αναγκαία οριοθέτηση των μακροπρόθεσμων
στόχων. Η πολιτική ηγεμονία, δίχως την οποία η Αριστερά μοιραία θα αποτύχει,
δεν είναι εφικτή χωρίς μια μακρόχρονη, επίμονη και συστηματική ιδεολογική
προεργασία. Ακόμα και αν δεν μπορεί να τίθεται θέμα άμεσου σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού, καίρια ζητήματα όπως η οργάνωση των εργασιακών σχέσεων, οι
όροι υπό τους οποίους θα μεθοδευθεί η αναγκαία ανακατανομή του κοινωνικού
πλούτου, η επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων, η κατοχύρωση νέων δημόσιων
αγαθών και η αδιαπραγμάτευτη προστασία των ελευθεριών θα πρέπει, ήδη από
σήμερα, να αποτελέσουν αντικείμενα συγκεκριμένων, χρονικά ιεραρχημένων και
οικονομικά κοστολογημένων αναλύσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κίνδυνος
αποδυνάμωσης των στρατηγικών προγραμματισμών στο όνομα συγκυριακών αναγκών
είναι πάντα εναργής. Ισως μάλιστα ο κίνδυνος αυτός να είναι ο σοβαρότερος από
όλους τους κινδύνους. Αντίθετα με τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις που έχουν
πάντα την ευχέρεια να αλλάζουν τις συμμαχίες και τις προτεραιότητες σαν
πουκάμισα, η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να αποδεικνύει συνεχώς την εγγενή
ιδεολογική της συνέπεια. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η τακτική της ευελιξία
προσκρούει σε όρια. Μη έχοντας την ευχέρεια να συμμαχήσει με τον διάβολο,
παραμένει εγκλωβισμένη στα ιδανικά της. Πράγματι, το μόνο μακροπρόθεσμα
στρατηγικό πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι η ιστορική «ψυχή» της. Αυτός είναι
και ο λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο μιας αριστερής κυβέρνησης που θα έχει
ανατραπεί από τους αντιπάλους της είναι λιγότερο καταλυτικό από το ενδεχόμενο
μιας αριστερής κυβέρνησης που θα αποδειχθεί ιδεολογικά και πολιτικά ελλιπής.
Πριν από όλα τα άλλα λοιπόν, προέχει η συντήρηση της ευοίωνης ιδεολογικής
δυναμικής που άνοιξε με τις εκλογές. Σχεδόν εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά την
ήττα του ΕΑΜ, η Αριστερά δεν επιτρέπεται να διακυβεύσει τη νέα ιστορική της
ευκαιρία να ηγεμονεύσει.
Του Γιώργου
Μαργαρίτη*
Σε εποχές όπου
η πολιτική, από σύνθετο μείγμα στρατηγικών στόχων και τακτικής, έχει εκφυλιστεί
σε τεχνική επικοινωνίας, εμπορική σχεδόν διαφήμιση, η έννοια και η σημασία των
λέξεων πρέπει να εξετάζονται δύο φορές. Δεν είναι ο όποιος αυτοπροσδιορισμός
που προσδίδει ταυτότητα και χαρακτηριστικά στους πολιτικούς φορείς. Οι
πολιτικές επιλογές των τελευταίων, οι σχεδιασμοί που προωθούν, η αντίληψή τους
για τις αιτίες και πηγές των προβλημάτων, οι κοινωνικές τους αναφορές είναι τα
ουσιαστικά σημεία με τα οποία θα πρέπει να τους αξιολογήσουμε και να τους
τοποθετήσουμε. Ειδεμή, παρασυρμένοι από τον οίστρο των διαφημιστών, θα πρέπει να
δεχτούμε ότι στο στενό περιβάλλον του νυν πρωθυπουργού, περιβάλλον που
επεξεργάζεται τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές που έχει γνωρίσει η
«μεταπολιτευτική» Ελλάδα, υπάρχουν «αριστεροί», όπως πολύ ακούστηκε στην περί
ανασχηματισμού συζήτηση.
Δεν μπορούμε
λοιπόν να θεωρήσουμε ότι το πολιτικό σκηνικό άλλαξε επειδή, γενικώς και
αορίστως, η «Αριστερά» έγινε πρώτη δύναμη στις τελευταίες ευρωεκλογές. Η
πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από τις επιμέρους ρητορείες και την –τεχνητά
καλλιεργούμενη, για λόγους πολυσυλλεκτισμού– πολυσημία, είναι σταθερά
προσηλωμένη στο γενικό πολιτικό πλαίσιο, στη βάση του οποίου χτίστηκε και
λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Οταν σ’ αυτό το πλαίσιο η ανταγωνιστικότητα (η
καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα) είναι θεμέλιος λίθος, τότε οι κοινωνικές
προτεραιότητες αναγκαστικά προσαρμόζονται σ’ αυτόν τον σκοπό. Οπωσδήποτε, δε,
δεν είναι οι λαϊκές ανάγκες στην πρώτη σειρά αυτών των προτεραιοτήτων.
Δυστυχώς για
τον ΣΥΡΙΖΑ, η χρόνια οικονομική δυσπραγία που διατρέχει το ευρωπαϊκό σύστημα
δυνάμεων –και τις έχει οδηγήσει στη δημιουργία αυτού του κοινού οργανισμού που
είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση– δεν επιτρέπει σοσιαλδημοκρατικές ή κεϊνσιανές (όπως
συχνά παπαγαλίζουν σ’ αυτόν τον χώρο) συνταγές. Η σοσιαλδημοκρατία καλείται να
αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις ανακατανέμοντας μέρος ενός όποιου
πλεονάσματος. Οταν η ανάγκη για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συγκέντρωση
μονοπωλιακού κεφαλαίου απαγορεύει την όποια διανομή πλεονάσματος, τότε η
σοσιαλδημοκρατία απλώς καλείται να ανοίξει τον δρόμο σε πιο στιβαρές –ακροδεξιές–
μορφές διακυβέρνησης. Πραγματικά η εφαρμογή περιοριστικών, αντεργατικών και
αντιλαϊκών πολιτικών από κατ’ όνομα «αριστερές» (σοσιαλδημοκρατικές)
κυβερνήσεις ήταν στη σύγχρονη πολιτική ιστορία το απαραίτητο στάδιο για την
ανάδειξη ακροδεξιών σχηματισμών ανοιχτού ταξικού (και όχι μόνο) πολέμου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με
μόνο (αριστερό) άλλοθι την πιο «χρηστή» διαχείριση που υπόσχεται, διακηρύσσει
σε κάθε ευκαιρία και επίπεδο την προσήλωσή του στις κυρίαρχες πολιτικές. Σε
κανένα του κείμενο, από όποια τάση και ρεύμα και αν προέρχεται, δεν θίγει το
ζήτημα της κεντρικής στρατηγικής του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, της πολιτικής δηλαδή
που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αντίθετα, με άκρατη δημαγωγική διάθεση,
εξορκίζει την όποια σχετική συζήτηση, με την αόριστη υπόσχεση ότι θα μεταβάλει
την Ενωση αυτή σε «Ευρώπη των Λαών». Θα επρόκειτο για βαριά μορφή ηλιθιότητας
εάν δεν ήταν απλά και μόνο συνειδητή παραπλάνηση.
Διακρίνεται στο
σημερινό πολιτικό σκηνικό ο άμεσος κίνδυνος. Τα επιχειρήματα που εκθέσαμε
παραπάνω φαίνεται πως τα συμμερίζεται –ή τα ψυχανεμίζεται– ένα σημαντικό μέρος
της κοινωνίας, και μάλιστα των εργαζομένων, μισθωτών και μεροκαματιάρηδων, με ή
χωρίς εργασία. Για τον λόγο αυτό ο έντονα υποσχετικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν
προκαλεί κύματα ενθουσιασμού, δεν δημιουργεί δυναμική, δεν προκαλεί έκρηξη των
εκλογικών ποσοστών και προπαντός δεν συσπειρώνει οργανωτικά κόσμο στη βάση. Η
επιχείρηση επανάληψης του 1981 (της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) έχει
προφανώς καθολικά αποτύχει.
Μπροστά σ’ αυτό
το αδιέξοδο ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται προς «κεντρώες» επιλογές επιταχύνοντας τη
μετατροπή του σε κόμμα διαχείρισης με ολοένα και λιγότερο διακριτές πολιτικές
από εκείνες των άλλων αστικών κομμάτων. Με τον τρόπο αυτό το «δίπολο» εναλλαγής
διαχειριστών που προσπαθεί να στήσει το αστικό πολιτικό σύστημα ξεθωριάζει. Και
επειδή ένα –πολιτικό-κοινωνικό– δίπολο όπου από τη μια πλευρά θα είναι αστικά
κόμματα και από την άλλη το ΚΚΕ είναι αδιανόητο στο σημερινό σύστημα,
διακρίνεται πλέον με ευκρίνεια η προώθηση της Χρυσής Αυγής (κατά το δυνατόν
εξημερωμένης) στη θέση του δεύτερου πόλου.
Δεν δείχνει
ιδιαίτερα ελπιδοφόρο το πολιτικό σκηνικό μετά τη «νίκη» των δυνάμεων της
«ριζοσπαστικής Αριστεράς»!!!
(1)Möbius : Είναι ένα μορφολογικό μοντέλο. Ουσιαστικά
είναι μια συνεχής ταινία με μια μόνο «ενεργή» πλευρά και χωρίς εσωτερικά όρια.
Εικόνα
(2) Υπόθεση Sokal :Αφορά
την επιτυχία του Alan Sokal να εξασφαλίσει την δημοσίευση ενός τεχνικού άρθρου
στο περιοδικό Social Text.To κείμενο είχε γραφτεί σε περίτεχνη γλώσσα, με
πλήθος τεχνικές αναφορές στη φιλοσοφία, τη κβαντική μηχανική κλπ και τελικά
εμπεριείχε μια σειρά από λογικοφανή επιχειρήματα χωρίς ειρμό και συμπέρασμα.