Friday, February 29, 2008

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΓΑΛΙΑ --Ο ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΟΣ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ

Ο «ανανεωτικός» αστερισμός

Αν και είναι αλήθεια ότι οι ανανεωτικές προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της ιδεολογικής και προγραμματικής φυσιογνωμίας του κόμματος δεν συμπίπτουν απολύτως, είναι εξίσου αλήθεια ότι όλες διέπονται από ορισμένα κοινά μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την ασφαλή ταξινόμησή τους στο πάνθεον του σοσιαλφιλελευθερισμού.

1) Στο γεγονός της πλήρους αποδοχής της αγοράς, αλλά και των συνεπειών της, ως αναπόδραστου, φυσιολογικού ορίζοντα της πολιτικής δράσης. Η αγορά, για τους «ανανεωτές», δεν είναι μόνον ένα δεδομένο στο οποίο οι σοσιαλιστές οφείλουν, ως καλοί ρεαλιστές, να προσαρμοσθούν, αλλά μπορεί να αποτελέσει και μηχανισμό απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης. Επ' αυτού, ο σοσιαλ-φιλελεύθερος διεθνολόγος και πολιτολόγος Ζακί Λαϊντί, κατ' επανάληψη επίσημος προσκεκλημένος σε σεμινάρια στελεχών του Σοσιαλιστικού Κόμματος, θα διακηρύξει πρόσφατα στο «Θερινό Πανεπιστήμιο» των Σοσιαλιστών (31 Αυγούστου-2 Σεπτεμβρίου 2007): «Η αγορά μπορεί να είναι χρήσιμος αρωγός για την ισοτιμία.» Οι «Γράκχοι», η ομάδα των οικονομολόγων που υπηρέτησε από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης σε σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, και που έκανε την εμφάνισή της στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου την περασμένη άνοιξη στο πλευρό του κεντρώου Φρ. Μπαϊρού (ομάδα την οποία ακόμα και η ίδια η Σ. Ρουαγιάλ την είχε χαρακτηρίσει «δεξιά»), δεν διστάζουν να επικροτήσουν με ενθουσιασμό το μπλερικό παράδειγμα: οι Νέοι Εργατικοί του Μπλερ πέτυχαν εκεί που απέτυχαν οι Γάλλοι σοσιαλιστές, γιατί έπαψαν να επιλέγουν «ανάμεσα στην οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, ανάμεσα στους εργοδότες και στους υπαλλήλους». Από την πλευρά του, ένα από τα ανερχόμενα «ανανεωτικά», και ακομπλεξάριστα, σοσιαλιστικά στελέχη, ο φιλόδοξος, μπλερικός και σοσιαλ-φιλελεύθερος σαραντάρης Μανουέλ Βαλς (δήμαρχος και βουλευτής ταυτόχρονα) θα παρατηρήσει ότι αν και οι σοσιαλιστές ήδη από το 1983 προσυλητίστηκαν στην οικονομία της αγοράς, ωστόσο «ποτέ δεν αποδέχτηκαν πραγματικά τις συνέπειες» αυτού του προσηλυτισμού στο πεδίο «του δόγματος και των προτάσεων». Ανάλογο, αν και σχετικά πιο μετριοπαθές στην απόχρωσή του, είναι και το μήνυμα του Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς (φιλικά προσκείμενου στον Ντομινίκ Στρος-Καν, πρώην υπουργού Οικονομίας στις κυβερνήσεις των σοσιαλιστών, και γενικού διευθυντή πλέον του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου): «Πρέπει η ουτοπία μας να γίνει συγκεκριμένη, εφαρμοζόμενη μέσα στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, αυτήν της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης». Στελέχη αυτής της νεο-σοσιαλδημοκρατικής τάσης θα σχηματοποιήσουν ως εξής τα νέα καθήκοντα μιας ανανεωμένης σοσιαλδημοκρατίας: «Συμβιβασμός με την οικονομία της αγοράς, ρήξη με τις μανιχαϊστικές προφάνειες του παρελθόντος: την εργασία κατά του κεφαλαίου, το κοινωνικό κατά της οικονομίας, την πρόοδο κατά του σκοταδισμού, την κοινωνία κατά του ατόμου, την κίνηση κατά της τάξης». Οσο για τον Μπερτράν Ντελανοέ, σημερινό δήμαρχο της γαλλικής πρωτεύουσας, τηλεοπτική βεντέτα και φερόμενο ως υποψήφιο των σοσιαλιστών για τις προεδρικές εκλογές του 2012, αυτός θα διακηρύξει ότι ο όρος εργασιακή «ευελιξία» δεν τον ενοχλεί. Μια τέτοια «ρεαλιστική» αποδοχή εδράζεται πάνω σε ισχυρά αναθεωρητικά θεμέλια. Για τον Ντελανοέ, οι σοσιαλιστές οφείλουν να βαδίσουν σε πρωτόγνωρους δρόμους: «Μετά τον Φρανσουά Φιρέ», θα υπογραμμίσει, «ας διακηρύξουμε ότι πράγματι η Γαλλική Επανάσταση τερματίστηκε. Παραμένει η ψυχή της δημοκρατικής μας πολιτείας (Republique), μας έφτιαξε αυτό που είμαστε, αλλά το να είναι κανείς σήμερα "επαναστάτης" σημαίνει να παίρνει την ευθύνη των τολμηρών μεταρρυθμίσεων». Ετσι, οι έννοιες, όπως «διαχείριση, ανταγωνισμός, αξιολόγηση», πρέπει να αποτελούν συστατικό στοιχείο του νέου ιδεολογικού δόγματος των σοσιαλιστών, έστω και αν κάποιοι από αυτούς δεν θέλουν να το αποδεχθούν. 2) Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι προφανής η αναοριοθέτηση της έννοιας του «συμβιβασμού» που οι ανανεωτές προωθούν. Αν η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία προωθούσε και αυτή τον ταξικό συμβιβασμό, αυτό το έκανε αναγνωρίζοντας τη βασική κοινωνική διαίρεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, στη μία ή στην άλλη τους μορφή. Ο παραδοσιακός ταξικός σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός ήταν το αποτέλεσμα της αναγνώρισης του κοινωνικού δυϊσμού. Ο σημερινός, με σοσιαλ-φιλελεύθερη δεσπόζουσα, συμβιβασμός αρνείται να αναγνωρίσει τις κοινωνικές διαιρέσεις ανάμεσα στους «πάνω» και στους «κάτω» ως βασικές ορίζουσες της πολιτικής σύγκρουσης. Ετσι, η κουλτούρα της πολιτικής σύγκρουσης που παλιότερα είχε ως απώτερο στόχο τον «κοινωνικό μετασχηματισμό», σήμερα υποθηκεύεται οριστικά στη βελούδινη συναίνεση των κοινωνικών εταίρων, με αποκλειστικό διακύβευμα την καλύτερη «διαχείριση». Ο Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς θα είναι ιδιαίτερα σαφής, και συνεπής με αυτή τη θεώρηση, όταν θα υποστηρίξει ότι «στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και όταν ενσωματώνουμε την πραγματικότητα της αγοράς, το σύνθημά μας δεν μπορεί να είναι η ρήξη».3) Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα που εδώ έχει τεθεί με κάθε επισημότητα είναι αυτό της κοινωνικής και πολιτικής ταυτότητας της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς. Τι είναι η κοινωνία σήμερα; Σε αυτό το κεντρικό πράγματι ερώτημα οι ανανεωτές απαντούν: Η κοινωνία μάλλον αποτελείται από «άτομα» παρά από «συλλογικότητες», κοινωνικές τάξεις κ.λπ. Επομένως, η γαλλική σοσιαλιστική Αριστερά οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της αυτόν τον χωρίς υποκείμενο και άρα εν τοις πράγμασιν κοινωνικό μετασχηματισμό, διαφορετικά θα συνεχίσει να δίνει μάχες οπισθοφυλακής. Επ' αυτού, ο Ζακί Λαϊντί, επισημαίνοντας προκλητικά ότι είναι η παγκοσμιοποίηση που ενσαρκώνει σήμερα τη ρήξη, τον πραγματικό «κοινωνικό μετασχηματισμό», θα διατυπώσει την πλέον προωθημένη θέση στον χώρο του γαλλικού σοσιαλισμού υποστηρίζοντας: «Στις σύγχρονες και υπερ-εξατομικευμένες κοινωνίες η σχέση με την πολιτική κατασκευάζεται μέσα από τις ατομικά βιωμένες εμπειρίες. Μόνο μέσα από ό,τι αυτά τα άτομα βιώνουν υποκειμενικά, αναπαριστούν τον κόσμο στον οποίο ζουν. Συνεπώς, τα άτομα δεν κατανοούν και δεν κρίνουν την πολιτική μέσα από τις θεωρητικές και αφηρημένες φιλοδοξίες των πολιτικών κομμάτων, αλλά από την ικανότητα των κομμάτων να εισχωρήσουν στα βιώματά τους για να καλυτερεύσουν το περιεχόμενό τους ή για να εμπλουτίσουν το νόημά τους. Αυτοί οι βιόκοσμοι είναι όλο και περισσότεροι, γιατί τα άτομα είναι προσαρτημένα σε έναν αυξανόμενο αριθμό δικτύων και καταστάσεων. Τα άτομα δεν ζουν πλέον μέσα σε έναν κοινό κόσμο, αλλά σε μια πολλαπλότητα "βιόκοσμων", των οποίων οι επαληθεύσεις είναι λειτουργικές, ενδεχομενικές και ατομικές. Με τρόπο ώστε το ανήκειν σε έναν βιόκοσμο να μην μπορεί να δώσει το κλειδί για να καταλάβουμε την ένταξη σε άλλους βιόκοσμους». Η νέα μετανεωτερική αλήθεια, στην οποία πρέπει να προσηλυτιστούν οι σοσιαλιστές, έχει εκτοξευθεί: δεν υπάρχει πλέον «κοινός κόσμος», δεν υπάρχει «κοινή» κοινωνία, αλλά ένα πλήθος «βιόκοσμων».'Η, όπως θα παρατηρήσει χαρακτηριστικά ο Ντ. Στρος-Καν, αυτό που πραγματικά υπάρχει είναι η «κοινωνία των ατόμων», μέσα σε μια «Γαλλία διασπασμένη σε χίλια σύμπαντα». Τα άτομα αποφασίζουν κυρίαρχα, δεν υπόκεινται σε αδήριτες συλλογικές δεσμεύσεις, όπως αυτές που στη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής τα «φυλάκιζαν» μέσα σε ταξικές ιδιαιτερότητες και σε κυρίαρχα πολιτικά υποκείμενα. Το νέο κοινωνικό όραμα για τους σοσιαλιστές πρέπει, συνεπώς, να είναι η «χειραφέτηση», όπως θα δηλώσει ο Ζ.-Κ. Καμπαντελίς, προφανώς στην ατομικιστική της εκδοχή, αφού, σύμφωνα με τον Ντ. Στρος-Καν αυτή τη φορά, η ανάγνωση που έκαναν οι σοσιαλιστές «για την πάλη των τάξεων έχει ολοκληρωτικά ξεπερασθεί» και πλέον η κοινωνία οδηγείται στην «εξατομίκευση των καταστάσεων».4) Αν είναι πλέον σαφές ότι οι κοινωνικές διεκδικήσεις και οι συγκρούσεις διαλύονται μέσα σε αυτήν την «αντικειμενική» ατομικοκεντρική πρόσληψη της νέας πραγματικότητας, δικαίως οι Γάλλοι σοσιαλιστές αφιέρωσαν ένα ολόκληρο «εργαστήρι» προβληματισμού και μελέτης, στο «Θερινό τους Πανεπιστήμιο», αυτού του νέου και ελπιδοφόρου κοινωνικού φαινομένου, όπως είναι ο δημοκρατικός ατομικισμός. Στο πλαίσιο αυτό, η φιλόσοφος Σάντρα Λοζιέ θα υποβάλει ότι δεν πρέπει «να αφήσουμε το μονοπώλιο του ατόμου στη Δεξιά (ή την άκρα Αριστερά), αλλά να προβληματιστούμε για τη θετική μορφή του ατομικισμού», ενός ατομικισμού αρθρωμένου με «αριστερές αξίες». Η ατομικιστική προσδοκία, σύμφωνα με τη Γαλλίδα φιλόσοφο, ήταν ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε στις προεδρικές εκλογές της περασμένης άνοιξης και κεφαλαιοποιήθηκε από την απενοχοποιημένη Δεξιά του Ν. Σαρκοζί. Μια ανανεωμένη όμως Αριστερά, η οποία προφανώς απορρίπτει τον αγοραίο «εγωιστικό ατομικισμό», οφείλει να βρίσκεται σε επαφή με τα κοινωνικά κινήματα, οι διεκδικήσεις των οποίων στηρίζονται πάνω σε ατομικιστικές-μεταϋλιστικές αξίες (γυναίκες-ομοφυλόφιλοι κ.λπ.). Ενας τέτοιος ατομικισμός μπορεί να αποτελέσει ουσιαστική «κριτική του κομφορμισμού», μια «διανοητική κριτική του αναυθεντικού και στερεοτυπικού λόγου». Αλλά, για ποιον ακριβώς λόγο πρόκειται; Μα, για «την υποκειμενική και ατομική φωνή, τη διχογνωμία που επιτρέπουν να καταπολεμηθεί ο κομφορμισμός που προκαλεί η δημοκρατία». Μέσα σε τέτοια συμφραζόμενα, όπου «η ατομική φωνή διεκδικεί την πολλαπλότητα», το «ιδεώδες της πολιτικής συζήτησης δεν είναι αυτό της ορθολογικής αντιπαράθεσης ή της απλής συναίνεσης, αλλά αυτό μιας πραγματικής κυκλοφορίας της ομιλίας, όπου κανένας δεν θα είναι χωρίς φωνή». Σε κάθε περίπτωση, αυτή η «φωνή», η οποία καλείται να πληρώσει το «δημοκρατικό έλλειμμα», δεν μπορεί παρά να εκφράζει μόνο «ατομικά» συμφέροντα ή συλλογικές αξίες ατομικοκεντρικά προσδιορισμένες. Τελικά, αυτοί που καλούνται να συζητήσουν και να εκφρασθούν είναι όλο και περισσότερο ατομικά συμφέροντα και αξίες και όλο και λιγότερο κοινωνικά άτομα, κοινωνικές τάξεις.5) Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τους ανανεωτές, η σοσιαλδημοκρατική πολιτική οφείλει να αλλάξει, και μάλιστα ριζικά. Αν ο σοσιαλισμός είναι «ιδέα του 19ου αιώνα», όπως υποστηρίζει δηκτικά ο Μανουέλ Βαλς, υποβάλλοντας ακόμα και την ιδέα ότι το σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να αλλάξει όνομα (πρόταση που έσπευσε να απορρίψει ακόμα και ο παλαιόθεν εκσυγχρονιστής Μισέλ Ροκάρ), τότε δικαίως ο Ζ. Λαϊντί θα προτείνει ως επείγουσα αναγκαιότητα τον θεμελιακό επανορισμό της πολιτικής. Σε τι ακριβώς συνίσταται αυτός ο επανορισμός; Στο γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι οι σοσιαλιστές, είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση είτε ασκούν κυβερνητικά καθήκοντα, είτε δηλαδή είναι εντός είτε εκτός κράτους, δεν μπορούν ούτε πρέπει να το θεωρούν ως βασικό άξονα της πολιτικής τους. Με άλλα λόγια, ο πολιτικός βολονταρισμός, είτε αυτός εκφράζεται από ένα κομματικό πρόταγμα είτε από μια κρατική παρεμβατική πολιτική, ανήκουν σε μια παρελθούσα εποχή. Γιατί, από τη μια πλευρά, «η ιδέα σύμφωνα με την οποία ένα πολιτικό κόμμα πρέπει να είναι φορέας ενός έτοιμου σχεδίου για να μετασχηματίσει την κοινωνία είναι καταδικασμένη. Διότι η πολιτική δεν μπορεί να έχει πλέον την αξίωση ότι εκπροσωπεί την κοινωνία. Η πολιτική δεν είναι πλέον το παν». Αλλά και γιατί, από την άλλη πλευρά, «το κράτος δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί καταστάσεις, αλλά μάλλον διαδρομές». Πρακτικά, οι δύο αυτές θέσεις σημαίνουν, αφενός, ότι το σοσιαλιστικό κόμμα δεν μπορεί να δίνει την ψευδή εικόνα στην κοινωνία ότι κατέχει όλα τα προγραμματικά μέσα προκειμένου να ανταποκριθεί στα κοινωνικά προβλήματα, και αφετέρου, ότι το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί στο πλαίσιο της παλιάς καθολικής κοινωνικής του αποστολής, την οποία η ομάδα των «Γράκχων» τη θεωρεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, «τρομακτική». Το νέο κοινωνικό κράτος, για το οποίο τόσο γίνεται λόγος, παίρνοντας όλες τις αναγκαίες αποστάσεις του από την παρελθούσα καθολικότητα της κοινωνικής προστασίας που αυτό ενσάρκωνε, οφείλει να αναζητεί στο εξής τη νέα του νομιμοποίηση στις εξατομικευμένες «δράσεις» του απέναντι σε αυτούς που «πραγματικά» το έχουν ανάγκη. Αυτή η έκδηλα αντι-κομματική και αντικρατική κατεύθυνση που λαμβάνει η νεο-σοσιαλδημοκρατική πολιτική συμπληρώνεται με την προσφυγή σε μια «ηθική της μέριμνας» έναντι του «άλλου», δηλαδή της πρωτόβουλης ατομικής και κοινωνικής ευθύνης ενώπιον των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όσοι βρίσκονται στην κοινωνική μεθόριο. Στο εξής, το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί εκ των υστέρων επανορθωτικά, όπως συνέβαινε ώς σήμερα, όταν η αριστερά επανερχόμενη στην εξουσία επιχειρούσε να αναδιανείμει ένα (μικρό) μέρος του παραχθέντος πλούτου. Τέλος λοιπόν σε αυτό το κορυφαίο παλαι-σοσιαλδημοκρατικό ταμπού, όλο το βάρος θα πρέπει να δίνεται, όχι από το κράτος, αλλά από τη σοσιαλδημοκρατική «διακυβέρνηση», στην «προληπτική» δημόσια δράση, ιδιαίτερα στις μεταρρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης, της έρευνας, της υγείας και της αποκέντρωσης. Ο καθηγητής Ζεράρ Γκρανμπέρ, ανώτατο στέλεχος του Σ.Κ., θα είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικός για τη στάση των σοσιαλιστών έναντι του κράτους γενικά: πρέπει να «εξέλθουμε από μια μανιχαϊκή αντίληψη, όπου το κράτος ενσαρκώνει τον αξεπέραστο ορίζοντα του γενικού συμφέροντος, έναντι μιας ουσιωδώς καταστρεπτικής αγοράς». 'Η, όπως το συνοψίζει ο κοινωνιολόγος Φρανσουά Εβάλντ σε μια πρόσφατη (Σεπτέμβριος 2007) συλλογική μελέτη για το νέο επιτελικό και «ενεργητικό» κοινωνικό κράτος ως διαχειριστής των κοινωνικών ρίσκων, με πρώτο το ρίσκο της ανεργίας: «Το κράτος δεν πρέπει πλέον να θεωρείται έκφραση της κοινωνίας, αλλά μάλλον αρχιτέκτονάς της». Η απενοχοποίηση/νομιμοποίηση της αγοράς, μιας αγοράς στην απογυμνωμένη της μορφή, φαίνεται να περνά μέσα από την απο-κοινωνικοποίηση του κράτους ως πάλαι ποτέ εκφραστή του γενικού συμφέροντος. Το τελευταίο ενσαρκώνεται, προφανώς, στις στοχευμένες ενεργητικές κυβερνητικές «δράσεις», στην ατομικιστική «ηθική της μέριμνας» (κατ' άλλους της «ευθύνης»), και στην κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης. Εξού και το γλαφυρά διατυπωμένο δίλημμα που θέτει και απαντά ο Ζ. Λαϊντί: πρέπει να προτιμήσουμε τον Γκίντενς (προφανώς το οικείο απόσπασμα του «Τρίτου Δρόμου» για το λεγόμενο «θετικό κοινωνικό κράτος»), τον θεωρητικό του μπλερισμού, από τον Μπουρντιέ, τον κοινωνιολόγο που μελέτησε όσο ελάχιστοι τους μηχανισμούς παραγωγής της κοινωνικής διάκρισης και της κοινωνικής εξαθλίωσης. 6) Η τελευταία, αν και όχι από την άποψη της σημασίας της, καινοτομία των ανανεωτών, προερχόμενη κυρίως από τη γενιά των «σαραντάρηδων» (που βρίσκονται κοντά στη Σ. Ρουαγιάλ) και που εκφράζεται από τον Μανουέλ Βαλς: μια ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία οφείλει να οδηγήσει την ιδεολογικο-πολιτική της αναγέννηση μέχρι το τέλος, επαναφέροντας στους κόλπους της τις «κλεμμένες» από τη σαρκοζική Δεξιά ιδέες της Δημοκρατικής Πολιτείας (Republique), του Εθνους, της Εργασίας, της Τάξης και του Νόμου, της Αυθεντίας/Εξουσίας (Autorite). Η αποκατάσταση της ιεραρχικής εξουσίας, η οποία έχει κλονισθεί από την άνοδο της (νεανικής) παραβατικότητας, την γκετοποίηση των μεταναστών και την κρίση του σχολείου, μια επικαιροποιημένη επιστροφή δηλαδή σε μια δημοκρατική ιεραρχική τάξη, θα πρέπει να συνδυάζει, από κοινού με την αναγκαία κατασταλτική της όψη, και την προληπτική της διάσταση, όπως είχαν επιχειρήσει κατά το παρελθόν οι κυβερνήσεις των σοσιαλιστών: τοπικά σύμφωνα ασφάλειας, συνοικιακή αστυνομία, αύξηση του προϋπολογισμού για την ασφάλεια κ.λπ. Για τον Μ. Βαλς, οι σοσιαλιστές δεν θα μπορέσουν, ποτέ, να ξανακερδίσουν «την εμπιστοσύνη των λαϊκών στρωμάτων δίνοντας συγχωροχάρτι στην παραβατικότητα, και επικαλούμενοι κοινωνικούς παράγοντες», αιτιολογώντας τη δηλαδή εμμέσως ως απόρροια της κοινωνικής εξαθλίωσης. Η αποκατάσταση του κύρους της δημόσιας τάξης και αυθεντίας/εξουσίας είναι αναγκαία ώστε να ξαναϋφανθεί ο κοινωνικός δεσμός. Μια τέτοια λειτουργία της δημόσιας τάξης, σύμφωνα με τον Βαλς, «είναι αριστερή αξία γιατί συνιστά μία από τις πρωταρχικές εγγυήσεις τού "να θέλουμε να ζούμε μαζί"».7) Βέβαια, μια τέτοια προοπτική δεν συναντά σε όλα τα σημεία της την ομοφωνία όλων των συνιστωσών του ανανεωτικού ρεύματος. Πάρα πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, είναι εκείνοι οι οποίοι ρητά πριμοδοτούν την έξοδο από το εθνικό πλαίσιο άσκησης της πολιτικής, επιλέγοντας μια λυτρωτική αποδέσμευση από το «μεγαλείο και την παραδειγματικότητα του έθνους». Κατ' αυτούς, η απεξάρτηση της πολιτικής από τέτοιες νοερές συλλογικότητες ισοδυναμεί με την κατανόησή της, όπως ήδη είδαμε, ως «μέσου ή εργαλείου της ατομικής πραγμάτωσης». Ετσι, μια ολιγομελής, αλλά αντιπροσωπευτική, των περισσότερων εκσυγχρονιστικών ρευμάτων ομάδα ανώτερων και ανώτατων κομματικών στελεχών (αποτελούμενη από βουλευτές, ευρωβουλευτές και αυτοδιοικητικά στελέχη) θα συνυπογράψει ένα κείμενο ιδεολογικο-πολιτικού προβληματισμού (Ιούλιος 2007), το οποίο, υπό τον τίτλο «Να οικοδομήσουμε μια νέα προοπτική στα αριστερά», θα ζητήσει, μεταξύ άλλων, την «επανεπικαιροποίηση και τον εκσυγχρονισμό» του γαλλικού μοντέλου ενσωμάτωσης των ξένων μέσα από την υιοθέτηση μιας πολιτικής που θα οδηγεί στην «αναγνώριση των ταυτοτήτων». Θέτοντας, με τον τρόπο αυτό, σε ευθεία αμφισβήτηση το χειραφετητικό καθεστώς της ουδετεροθρησκείας. Αλλά μια τέτοια σοβαρή αμφισβήτηση δεν πρέπει να κρύψει μία άλλη. Αυτήν της προνομιακής συνάρθρωσης της πολιτικής τής «αναγνώρισης» με τις αντιλήψεις για το «νέο κοινωνικό κράτος». Ετσι, η φιλικά προσκείμενη στον δήμαρχο της γαλλικής πρωτεύουσας Αν Ινταλγκό, στην παρέμβασή της στο «Θερινό Πανεπιστήμιο» των σοσιαλιστών, θα υποστηρίξει αποκαλυπτικά: «Το ζήτημα της θέσης του ατόμου εμφανίστηκε ως μείζον πολιτικό διακύβευμα. Σαφώς το ενσωματώνουμε εν μέρει στον τρόπο που δουλεύουμε, αλλά πρέπει να πάμε πιο πέρα. Και να διαφοροποιήσουμε τον εγωιστικό και αρνητικό ατομικισμό από τον δημοκρατικό ατομικισμό. Είναι ανάγκη να αναρωτηθούμε για τη θέση του καθενός. (...) Η μάχη που δίνουμε για την πολιτισμική ποικιλία αποτελεί μέρος αυτού του αγώνα. Στα εδάφη μας οδηγηθήκαμε να προτείνουμε δέσμες παρεμβάσεων. Είτε πρόκειται για τη διαφοροποιημένη κοινωνική βοήθεια προς κάθε κατάσταση είτε, παραδείγματος χάριν, προς κάθε παιδί, ως προς τις σχολικές του ανάγκες, πρέπει να προσφέρουμε διαφορετικά και στοχευμένα μέσα. Αυτό κάνουμε». Η ευθεία, κανονιστικού τύπου, συσχέτιση της «πολιτισμικής ποικιλίας» με τη «διαφοροποιημένη» κοινωνική αρρωγή επικυρώνει, ακόμα μία φορά, τη μετανεωτερική ανάδυση του ισχνού νέου κοινωνικού κράτους των ταυτοτήτων.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/10/2007